Mάθηση
|
learning ή conditioning
|
Γενικός όρος για οποιαδήποτε εμφάνισηκαινούργιων συμπεριφορών λόγω αλλαγών στη σχέση συμπεριφοράς-περιβάλλοντος,είτε από τη συσχέτισηουδέτερων καιπροκλητικών ερεθισμάτων [respondent conditioning] είτε από μια αλλαγή στις ενισχυτικές συνέπειες δράσεων [operantconditioning] (οαγγλικός όρος conditioning τονίζει τογεγονός ότ ιη παρατηρούμενη αλλαγή στη συμπεριφορά εξαρτάται από τις συνθήκες, δηλαδή conditions, του ατόμου).
|
Mακροσυμπεριφορισμός
|
molar behaviorism
|
Άποψη που διατυπώθηκε απόορισμένους συμπεριφοριστές (με ιδρυτή το μαθητή του Skinner, R. J. Herrnstein), οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η πιθανότητα εκδήλωσης μιας μορφής συντελεστικήςσυμπεριφοράς καθορίζεται από τη συχνότητα ενίσχυσης της σε σχέση με τη συχνότητα ενίσχυσης άλλων μορφών δράσης, ανεξάρτητα από το εάν οι ενισχυτικέςσυνέπειες δράσεων ακολουθούν αμέσως τις εκδηλώσεις τους ή όχι. Με άλλα λόγια, θεωρήθηκε ότι η μακροπρόθεσμη κατανομή δράσεων καθορίζεται από τη μακροπρόθεσμη κατανομή ενισχυτών, και όχι από τημακροπρόθεσμη συσσώρευση τωνεπιδράσεων των συνεπειών ατομικών δράσεων (τη λεγόμενη molecular perspective ή μικρο- συμπεριφορισμός) (πρβλ. μεμικροσυμπεριφορισμό). Ο όρος molar behaviorism αποτελούσε και το όνομα της προσέγγισης του γνωστικού ψυχολόγου E. C. Tolman, o οποίος, σε πλήρη αντίθεσημε τους σημερινούς οπαδούς του μακροσυμπεριφορισμού, απέδωσε τη συμπεριφορά στην υποθετικά ανεξάρτητη δραστηριότητα του νου.
|
Mαύρο κουτί
|
black box
|
Υποτιμητικόςχαρακτηρισμός γνωστικών ψυχολόγων για τη συμπεριφοριστική άποψητηςφύσης τουανθρώπου.Ο συμπεριφορισμός κατηγορείται ότι ενδιαφέρεται μόνο για τα εξωτερικά ερεθίσματα (inputs) και τιςδημόσια παρατηρήσιμες συμπεριφορές(outputs), όχι όμως για την ιδιωτικά παρατηρήσιμη αντίληψη,σκέψη ήγια άλλες συμπεριφορές που εκδηλώνονται μεταξύ ερεθισμάτων και κινήσεων. Πρόκειται για μια συνήθη παρερμηνεία του θεμελιώδους ουμπεριφοριομού, που ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τηνπροέλευση και τη λειτουργία τηςιδιωτικά παρατηρήσιμης συμπεριφοράς - απλώς , δεν τη θεωρεί εξήγηση της δημόσιας παρατηρήσιμης συμπεριφοράς,αλλά μέρος ενός σύνθετου φαινόμενου συμπεριφοράς,του οποίου η εξήγησηβρίσκεται στηνπεριγραφή της μακροπρόθεσμης αλληλεπίδρασης του οργανισμού με τα γεγονότα του φυσικού κόσμου.
|
Mέγεθος ερεθίσματος
|
stimulus magnitude
|
Εναλλακτικός όρος για την ένταση ερεθίοματος.
|
Μέγεθος της αντίδρασης
|
response magnitude (in respondent behavior)
|
Η επέκταση,το ποσό ενέργειας ή η ένταση μιας αντίδραοης μία από τις δύο κυρίες μετρήσεις της ιοχύος αντανακλαοτικών. Όσο μεγαλύτερη είναιη αντίδραση που προκαλείται, τόσο μεγαλύτερη θεωρείται η ισχύς του αντανακλαστικού.
|
Μεθοδολογικός συμπεριφορισμός
|
methodological behaviorism
|
Το όνομα που έδωσε ο B. F. Skinner στον πρώιμο συμπεριφορισμό του J. B. Watson για τη διευκόλυνση της διάκρισής του από τη δική του προσέγγιση, το θεμελιώδη ουμπεριφοριομό.Σε μια εποχή στην οποία η ψυχολογία χαρακτηριζόταν από ατελείωτες και ανεπίλυτες διαμάχες σχετικά με τη δομή του (μη φυσικού) νου , ο Watson απέκλεισε την επιστημονική διερεύνηση της ιδιωτικά παρατηρήοιμης ουμπεριφοράς (σκέψη, φαντασία) για μεθοδολογικούς λόγους, υποστηρίζοντας ότι δύο άνθρωποι δεν μπορούν ναπαρατηρήσουν την επίδραση φυσικών γεγονότων στη σκέψη του ενός από αυτούς. Βασισμένος στην υπόθεοη της ομοι- ομορφίας, ο Skinner ισχυρίστηκε ότι ο καθορισμός πολλών φαινόμενων της φύσης δεν παρατηρείται άμεσα, αλλά ερμηνεύεται επιοτημονικά με βάση παρατηρήσεις σε παρόμοιες,πειραματικά ελεγχόμενες συνθήκες.Ο Skinner ονόμασε τη δική του εκδοχή του συμπεριφορισμού "radical" (δηλαδή ριζική, της ρίζας ή θεμελιώδη) για να τονίσει την εκ νέου ένταξη όλων των ψυχολογικών φαινομένων (αντίληψη, σκέψη κ.ά.) στη νατουραλιστική επιστήμη της συμπεριφοράς, εφόσον αυτά έχουν βιολογικές διαστάσεις και μπορούν να παρατηρηθούν από τουλάχιστον ένα άτομο (δηλαδή μέσω αυτοπαρατήρησης)(πρβλ.με θεμελιώδη συμπεριφοριομό).
|
Μέθοδος του κουδουνιού και του στρώματος (ή «στρώμα του ενουρητικού»)
|
bell-and-pad method
|
Μέθοδος για τη δημιουργία ενός εξαρτημένουαντανακλαστικού μεένα εοωτερικό ουδέτερο ερέθισμα (τοξύπνημα από το ερέθισμα μιας γεμάτης κύστης) μέσα από τη συσχέτιση του ΕΟ με ένα ανεξάρτητο προκλητικό ερέθιομα γι' αυτή την αντίδραση (με τον ήχο ενός κουδουνιού).
|
Μεταβίβαση
|
transference
|
Όρος της ψυχανάλυσης για τη θεωρητική επίδραση του ασυνείδητου νου του θεραπευόμενου στα συναισθήματά του προς το θεραπευτή. Από την άποψη του συμπεριφορισμού, είναι η γενίκευση εξαρτημένων συναισθηματικών αντανακλαστικών από σημαντικά πρόσωπα (ως ΕΕΠ ) της ζωής του θεραπευόμενου στο θεραπευτή.
|
Μεταβλητή υποκειμένου
|
subject variable
|
Σε μελέτες με την παρατηρητική ή την πειραματική μέθοδο, μια μέτρηση ή κατηγοριοποίηση προϋπαρχουσών διαφορών στη συμπεριφορά ή/και σεάλλα χαρακτηριστικά των υποκειμένων (π.χ. στο επίπεδο επιθετικότητας, στο φύλο κ.ά.). Σε πειράματα, οι μεταβλητές του υποκειμένου συχνά (και κατά λάθος) αναφέρονται ως «ανεξάρτητες» μεταβλητές (με αντίστοιχες αναφορές σεαιτιώδεις σχέσεις, π.χ. «η επίδραοη του φύλου οτο...»). Τα χαρακτηριστικά των υποκειμένων που προϋπάρχουν του πειράματος δεν τα χειρίζεται ο ερευνητής, οπότε δεν υπάρχει κανένας τρόπος απομόνωσης των ανεξάρτητων επιδράσεών τους. Η παρατήρηση ότι οι επιδράσεις μιας ανεξάρτητης μεταβλητής σε μια εξαρτημένη μεταβλητή διαφοροποιούνται συστηματικά με τα επίπεδα μιας μεταβλητής υποκειμένου είναι συχνά σημαντική, αλλά δεν σημαίνει ότι η μεταβλητή υποκειμένου είναι από μόνη της υπεύθυνη γι ' αυτή τη διαφοροποίηση, μια και η μεταβλητή αυτή καθορίζεται από άλλους, μη δοκιμασμένους στο πείραμα παράγοντες.
|
Μεταβλητότητα στη μορφή δράσης
|
behavioral variability ή variability of response form
|
Το επίπεδο της ποικιλίας στις διαστάσεις μιας συγκεκριμένης μορφής δράσης που εκδηλώ-νονται σε μια συγκεκριμένη περίοδο. Η μεταβλητότητα στη μορφή δράσης μειώνεται με τησυνεχή ενίσχυση μιαςσυγκεκριμένης μορφής και αυξάνεται με την ασυνεχή ενίσχυση της και ιδιαίτερα με την εξάλειψη της ενίσχυσης της. Αυξάνεται επίσης όταν η ίδια η μεταβλητότητα στη μορφή δράσεων γίνεται τοκριτήριο ενίσχυσης (βλ.πρόγραμμα διαφορικής ενίσχυσης της μεταβλητότητας δράσεων).
|
Μη ανατρέψιμη πειραματική επίδραση
|
non-reversable experimental effect
|
Στην εκτεταμένη ανάλυση της ατομικήςσυμπεριφοράς, κάθε αλλαγή στη συμπεριφορά από το βασικό επίπεδο που καθορίστηκε από το χειρισμό μιας ανεξάρτητης μεταβλητής(καιόχιαπό κάποιαεξωγενή μεταβλητή)κατά τηφάση χειρισμού Β, η οποία δεν ανατρέπεται στο βασικό επίπεδο σε μια φάση ανατροπής Α', επειδή η πειραματικής προέλευσης αλλαγή της συμπεριφοράς έχει επιδράσεις στο γενικότερο περιβάλλον οι οποίες και τη διατηρούν.
|
Μηχανισμός άμυνας
|
defence mechanism
|
Όρος της ψυχανάλυσης για ένα υποθετικό σύνολο ασυνείδητων, οργανωμένων ψυχικών ενεργειών που διέπουν τη συμπεριφορά. Από την άποψη του συμπεριφορισμού, πρόκειται για οποιαδήποτε μακροπρόθεσμη αλληλεπίδραση συμπεριφοράς-περιβάλλοντος στην οποία μια ενισχυμένη μορφή δράσης επίσης τιμωρείται, ώστε τα ερεθίσματα που παράγονται κατά την εκδήλωσή της να αποκτούν αρνητικά ενισχυτική αποτελεσματικότητα και τα ερεθίσματα τα οποία παράγονται από άλλες μορφές δράσης που τερματίζουν αυτάτα προειδοποιητικά ερεθίσματα να αποκτούν θετικά ενισχυτική αποτελεσματικότητα (γίνονται δηλαδή σήματα ασφαλείας).
|
Μικροσυμπεριφορισμός
|
molecular behaviorism
|
Άποψη που εκφράστηκε απο ορισμένους συμπεριφοριστές (ανάμεσα τους και ο B. F. Skinner) σύμφωνα με την οποία η πιθανότητα εκδήλωσης δράοεωνκαθορίζεται από τη συσσώρευση των άμεσων ενισχυτι- κών επιδράσεών τους. Κατά τη μικροσυμπεριφοριστική άποψη, ο καθορισμός της πιθανότητας εμφάνισης δράσεων από τις χρονικά καθυστερημένες συνέπειές τους ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα της εξαρτημένα (θετικά ή αρνητικά ) ενιοχυτικής αποτελεοματικότητας των ερεθισμάτων που παράγονται αυτόματα και άμεσα κατά την εκδήλωσή τους. Σημειώστε ότι η άποψη αυτή είναι«μικροσκοπική» μόνο αναφορικά με τη «μακροουμπεριφοριοτική» άποψη.Συγκριτικάμε τη γνωστική άποψη (στην οποία η κάθε δράση αποδίδεται σε ένα αμέσως προηγούμενο γνωστικό «αίτιο»),η «μικροσυμπεριφοριστική» άποψη, ότι δηλαδήη πιθανότηταεκδήλωοης δράσεων μεκαθυστερημένες συνέπειεςκαθορίζεται μακροπρόθεσμα από τις άμεσες, εξαρτημένα ενισχυτικές αυτόματες συνέπειές τους,των οποίων η ενισχυτική δύναμη βασίζεται στο γεγονός ότι τα ερεθίσματα αυτά αποτελούν πλαίσια ενίσχυσης των επομένων δράσεων, είναι προφανώς «μακροσκοπική»(πρβλ. μακροουμπεριφοριομό).
|
Μνήμη
|
memory
|
Στη γνωστικήψυχολογία και στην κοινή γνώμη,η υποθετική «αποθήκη» του νουόπου «τοποθετούνται» γνωστικές αναπαραστάσεις των γεγονότωνκαιστην οποία φυλάγονται γιαμελλοντική «χρήση» ως πηγή πρόκλησης της συμπεριφοράς τού να θυμηθεί κανείς κάποιο γεγονός που συνέβη στο παρελθόν. Από την άποψη του συμπεριφορισμού, η «μνήμη» είναι μια μη φυσική εξήγηση ενός φυσικού φαινομένου, σύμφωνα με την οποία υπάρχουν συμπεριφορές που λόγω του ιστορικού διαφορικής ενίοχυοης εκδηλώνονται με την εμφάνιση του κατάλληλου διακριτικού ερεθίοματος EDκαι όχι πριν από αυτό. Για παράδειγμα, όταν κάποιος απαγγέλλει ένα ποίημα «απόμνήμης», τα ακουστικά και άλλα ερεθίσματα της εκδήλωσης ενός στίχου προξενούν (ως ED) την εκδήλωσητου επόμενου, ώστε να μην υπάρχει ανάγκη για κάποιο EDμε μορφή σημειώσεων -η εκδήλωση αυτή δεν προκαλείται από κάποια μη φυσική αντιπαράσταση των στίχων. Παρομοίως, στη συμπεριφοριστική θεώρηση, η λεγόμενη «αναζήτηση μνήμης» είναι η εκδήλωσηπροδρομικώνδράοεων(π.χ.«Από πού τον γνωρίζω αυτόν,από το πανεπιοτήμιο,από τη γειτονιά, από το μαγαζί...»),οι οποίες μπορούν να επιφέρουν ένα ουμπληρωματικό διακριτικό ερέθιομα EDπου προξενεί την επιθυμητή (αλλά μέχρι στιγμής άγνωστη) δράση (π.χ. «Ναι! Είναι ο τραπεζίτης που αρνήθηκε να μου δώοει το δάνειο!»). Από την άποψη του συμπεριφορισμού, η αναφορά σε κάποια απεικόνιση του τραπεζίτη που «βρίσκεται» σε μια υποθετική αποθήκη του νου δεν προσφέρει τίποτε ωφέλιμο στην ικανότητά μας να προβλέπουμε και να ελέγχουμε το φαινόμενο.
|
Μορφή δράσης
|
response form ή topography (τοπογραφία) of response
|
Όρος που περιγράφει τις φυσικές διαστάσεις (π.χ. σχήμα, ένταση, εμφάνιση) μιας μονάδας της συντελεστικής ουμπεριφοράς, χωρίς αναφορά στη λειτουργία της (στις ενισχυτικές ή μη συνέπειές της).Οιδράσεις μιας συντελεοτικής τάξης διαφέρουν στη μορφή τους, αλλά έχουν την ίδια λειτουργία. Αντιθέτως, οι δράσεις ανεξάρτητων λειτουργικών τάξεων μπορεί να μοιάζουν στη μορφή (π.χ. μια δράση με το τηλεκοντρόλ μιας τηλεόρασης και μια δράση με το τηλεκοντρόλ της πόρτας ενός πάρκινγκ είναι σχεδόν της ίδιας μορφής», αλλά έχουν διαφορετικές επιδράσεις στο περιβάλλον.
|
Νατουραλισμός
|
naturalism
|
Η φιλοσοφική άποψη ότι όλος ο κόσμος έχει φυσικές διαστάσεις και ότι ο μεταφυσικός κόσμος (π.χ. ο νοητικός ή ψυχικός κόσμος ως πηγές συμπεριφοράς και όχι ως βιολογικές διεργασίες) δεν υπάρχει.
|
Νόμος του αποτελέσματος
|
law of effect
|
Θεωρία που διατύπωσε ο Αμερικανός ψυχολόγος E. L. Thorndike σχετικά με την επίδραση των γεγονότων που στη συμπεριφοριστική προσέγγισηονομάζονται ενιοχυτικές ουνέπειες δράοεων. Κατά τον Thorndike, όλες οι συμπεριφορές προκαλούνται αντανακλαστικά από τα προγούμενά τους ερεθίοματα, και όταν ηπρόκληση μιας αντίδρασης ακολουθείται από ικανοποιητικά ή ευχάριστα γεγονότα,αυξάνεταιη προκλητική δύναμη του ερεθίσματος που την προκάλεσε ( Ε -->Α ). Ενώ συχνά αναφέρεται ως μια πρώιμη εκδοχή της αρχής της ενίοχυοης (επειδή και οι δύο αποδίδουν την προέλευση μονάδων της συμπεριφοράς στις συνέπειες προηγούμενων συμπεριφορών), ο νόμος του αποτελέσματος ανήκει στο πλήθος των ψυχολογικών προσεγγίσεων σύμφωνα με τις οποίες η κάθε δράση καθορίζεται από αμέσως προηγούμενα ερεθίσματα, άποψη της οποίας η απόρριψη αποτελεί βασικό γνώρισμα της συμπεριφοριστικής αιτιολόγησης της ουντελεστικής ουμπεριφοράς (πρβλ. με ενίοχυοη).
|
Νόμος του ταιριάσματος
|
matching law
|
Αρχή που περιγράφει τον καθορισμό της κατανομής δράσεωνσε ταυτόχρονα προγράμματα ενίοχυοης. Σύμφωνα με τη γενική εξίσωση του νόμου όταν δύο προγράμματα ενίοχυσης ισχύουν ταυτόχρονα για δύο μορφές δράσης, η σχετική ουχνότητα εμφάνιοης των δύο μορφών δράσης ταιριάζει με τη σχετική ουχνότητα ενίοχυσης των δύοδράσεων. Όταν υπάρχει μια διαφορά στην ενιοχυτική αποτελεοματικότητα των υνεπειών δύο μορφών δράσης, ηεξίσωση προσαρμόζεται με τον πολλαπλασιασμό της συχνότητας ενίσχυσης του δυνατότερου ενισχυτή, ανάλογα με το μέγεθος της διαφοράς στη δύναμή τους.
|
Νους
|
mind
|
Από την άποψη του συμπεριφορισμού, όρος που υποδηλώνει το σύνολο των τάσεων ενός ατόμου να αντιλαμβάνεται, να σκέφτεται, να αισθάνεται και να ενεργεί με τους τρόπους που το χαρακτηρίζουν, και που δεν αποτελεί αιτία τους.
|
Ομαδική-στατιστική μέθοδος
|
group design ή statistical method
|
Πειραματικήμέθοδος στην οποία οι επιδράσεις άγνωστων εξωγενώνμεταβλητών ελέγχονταιμέσααπό την κατανομή τους σε ομάδες πολλαπλών υποκειμένων.Εφόσον οι πειραματικές ομάδες θεωρούνται ότι είναι, κατά μέσο όρο, ισοδύναμες όσον αφορά τις επιδράσεις εξωγενών μεταβλητών, οι διαφορές στο μέσο όρο της συμπεριφοράςσε αυτές αποδίδονται στην ανεξάρτητημεταβλητή.
|