Επιστημονική ερμηνεία
|
scientific interpretation
|
Υπάρχουν πολλά φυσικά φαινόμενα που η πειραματική ανάλυση των φυσικών αιτιών τους δεν είναι (ακόμα) δυνατή. Σύμφωνα με την υπόθεση της ομοιομορφίας, η επιστημονική ερμηνεία είναι η αιτιολόγηση τέτοιων φαινομένων με βάση τη γενίκευση των αρχών καθορισμού οι οποίες προέκυψαν από την πειραματική ανάλυση παρόμοιων φαινομένων σε ανάλογες συνθήκες.
|
Επιστημονική παρατήρηση
|
scientific observation
|
Η παρατήρηση της τάξης μεταξύ των επιπέδων δύο φαινομένων τα οποία επιλαμβάνονται και διαθέτουν ανεξάρτητη και φυσική ύπαρξη. Η διεξαγωγή της παρατήρησης δεν γίνεται κατ' ανάγκην σε εργαστήριο. Τα αποτελέσματα των πειραμάτων συνιστούν πάντοτε επιστημονικές παρατηρήσεις, πολλές επιστημονικές παρατηρήσεις ωστόσο πραγματοποιούνται σε συνθήκες που δεν είναι πειραματικά ελεγχόμενες. Για παράδειγμα, οι παρατηρήσεις συσχετίσεων (και μη συσχετίσεων) μεταβλητών από μελέτες παρατήρησης αποτελούν επιστημονικές παρατηρήσεις. Η παρατήρηση ότι ένα άτομο τείνει να θυμώνει όταν αποτυγχάνει είναι επίσης επιστημονική, αλλά η παρατήρηση ότι ένα άτομο θυμώνει συχνά επειδή έχει επιθετική προσωπικότητα δεν είναι, επειδή η συμπεριφορά τού να θυμώνει αποτελεί στοιχείο της επιθετικής προσωπικότητας - και δεν διαθέτει αυτόνομη ύπαρξη. Ενώ η επιστημονική παρατήρηση αντανακλά συχνά αιτιώδεις σχέσεις, δεν αποτελεί απόδειξή τους, επειδή πολλά φαινόμενα της φύσης συμμεταβάλλονται συστηματικά χωρίς να αλληλοκαθορίζονται.
|
Eπιτακτική λεκτική διάκριση
|
mand
|
Λεκτική συντελεστική διάκριση ερεθισμάτων όπου το ED είναι μια κατάσταση στέρησης ΕΕ+ ή παρουσίας ΕΕ- (π.χ. «πεινώ», «πονάω» κ.λπ.).
|
Eρέθισμα
|
stimulus
|
Μονάδα του περιβάλλοντος, εντός ή εκτός του σώματος του ατόμου, η οποία μπορεί να επηρεάζει κάποιο χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς του. Στις λειτουργίες του ανήκουν η προκλητική, η θετικά ενισχυτική, η αρνητικά ενισχυτική, η διακριτική, η παρωθητική και η καθοδηγητικά διακριτική.
|
Eρέθισμα-δείγμα
|
sample stimulus
|
Στις διαδικασίες αντιστοίχησης του ερεθίσματος-επιλογής στο ερέθισμα-δείγμα, της μη αντιστοίχησης επιλογής-δείγματος, της συμβατικής αντιστοίχησης επιλογής-δείγματος και της συμβατικής αντιστοίχησης γενικεύσιμων, σχετικών ιδιοτήτων του ερεθίσματος-επιλογής στο ερέθισμα-δείγμα, το ερέθισμα κατά την παρουσία του οποίου η επιλογή ενός ερεθίσματος-επιλογής με σχετικές διαστάσεις (αντιστοίχηση, μη αντιστοίχηση κ.λπ.) ενισχύεται διαφορικά και επομένως ορίζει (ως ΕD(Κ)) τη λειτουργία του εκάστοτε ερεθίσματος-επιλογής ως ΕD ή ως ΕΔ για την επιλογή του.
|
Eρέθισμα-επιλογή
|
choice stimulus
|
Στις διαδικασίες αντιστοίχησης του ερεθίσματος-επιλογής στο ερέθισμα-δείγμα, της μη αντιστοίχησης επιλογής-δείγματος, της συμβατικής αντιστοίχησης επιλογής-δείγματος και της συμβατικής αντιστοίχησης γενικεύσιμων, σχετικών ιδιοτήτων του ερεθίσματος-επιλογής στο ερέθισμα-δείγμα, τα ερεθίσματα των οποίων η επιλογή ενισχύεται ή δεν ενισχύεται ανάλογα με τη σχέση των διαστάσεών τους (αντιστοίχηση, μη αντιστοίχηση κ.λπ.) με αυτά του ερεθίσματος-δείγματος (ΕD(Κ)). Επομένως, η λειτουργία τoύ να προξενούν (ως ΕD) ή να αναστέλλουν (ως ΕΔ ) την επιλογή τους ορίζεται από το συγκεκριμένο ΕD(Κ) . Στα ταυτόχρονα προγράμματα ενίσχυσης, τα δύο (ή παραπάνω) διακριτικά ερεθίσματα ΕD, κατά τη διαφορική παρουσία των οποίων καθεμία από τις δύο (ή παραπάνω) μορφές δράσης ενισχύεται, ονομάζονται επίσης ερεθίσματα-επιλογές [choice stimuli].
|
Eσωτερίκευση ηθικών αρχών
|
internalization
|
Στην ψυχαναλυτική και στη γνωστική ψυχολογία, καθώς και στην κοινή γνώμη, η αναπαράσταση κανόνων της κοινωνίας (π.χ. από τους γονείς) στο νου , στην ψυχή ή στο πνεύμα του ανθρώπου, η οποία αναπαράσταση θεωρείται ότι προκαλεί την τήρηση κανόνων κατά την απουσία των γονέων (ή άλλων μελών της κοινωνίας) και των ίδιων των κανόνων. Από την άποψη του συμπεριφορισμού, πρόκειται για μια διεργασία κατά την οποία δημιουργείται μια συντελεστική διάκριση υπό τους όρους της συμβατικής αντιστοιχίας των διαστάσεων της συμπεριφοράς με αυτές των συμπεριφορών που συνιστώνται ή απαιτούνται από έναν ηθικό κανόνα, όπου οι μορφές δράσεων οι οποίες αρχικά εκδηλώνονται με αυτό τ ο ν τρόπο ενισχύονται θετικά ή αρνητικά όπως περιγράφεται στον κανόνα, ώστε να διαμορφώνονται περαιτέρω και να διατηρούνται από τις άμεσες επιδράσεις τους στο περιβάλλον κατά την απουσία του κανόνα και των κοινωνικών πηγών του . Επομένως, η τήρηση του κανόνα περιττεύει και βαθμιαία θα εξαφανιστεί. Ενώ δηλαδή η συμπεριφορά ξεκινά ως παράδειγμα της γενικευμένης τήρησης κανόνων, καταλήγει σε παράδειγμα της χωρίς κανόνες διαμορφωμένης συμπεριφοράς.
|
Eσωτερική ενίσχυση
|
intrinsic reinforcement
|
Εξηγητική έννοια της γνωστικής ψυχολογίας για το γεγονός ότι η πιθανότητα εκδήλωσης μιας μορφής δράσης μπορεί να είναι μεγάλη, παρότι σπάνια επιφέρει αμοιβή, έπαινο ή κάποια άλλη λεγόμενη εξωτερική ενίσχυση [extrinsic reinforcement], θεωρητικά επειδή παράγει νοητικά, πνευματικά ή ψυχικά γεγονότα τα οποία, μολονότι δεν έχουν φυσικές διαστάσεις, διαθέτουν ενισχυτική δύναμη παρόμοια με εκείνη των υλικών «εξωτερικών ενισχυτών». Από τ η ν άποψη του συμπεριφορισμού, το φαινόμενο αυτό εξηγείται με αναφορά στα φυσικά, εξαρτημένα ενισχυτικά ερεθίσματα τα οποία παράγονται άμεσα και αυτόματα κατά την εκδήλωση δράσεων (με αναφορά δηλαδή στους αυτόματους ενισχυτές), που απέκτησαν ενισχυτική δύναμη ως διαφορικά πλαίσια ενίσχυσης (ED) άλλων δράσεων.
|
Εσωτερικό ερέθισμα
|
interoceptive stimulus ή internal stimulus
|
Οποιοδήποτε ερέθισμα υπάρχει μέσα από το σώμα ενός ατόμου (πρβλ. με το σωματαισθητικό ερέθισμα).
|
Ευαισθητοποίηση
|
potentiation
|
Διεργασία στην οποία η συνεχής ή επαναληπτική παρουσίαση ενός προκλητικού ερεθίσματος ( ΕΑΠ ή ΕΕΠ ) αυξάνει την προκλητική δύναμή του , ιδιαίτερα με ερεθίσματα τα οποία προκαλούν συμπαθητική διέγερση. (πρβλ. με την εξοικείωση και την αποεξοικείωση).
|
Εφαρμοσμένη ανάλυση της συμπεριφοράς
|
applied behavior analysis
|
Νατουραλιστική εφαρμοσμένη επιστήμη της συμπεριφοράς που προέκυψε από τη φιλοσοφία της επιστήμης του θεμελιώδους συμπεριφορισμού. Όπως η πειραματική ανάλυση της συμπεριφοράς, έτσι και η εφαρμοσμένη ανάλυση χαρακτηρίζεται από τη χρονικά εκτεταμένη πειραματική ανάλυση της σχέσης μεταξύ της συμπεριφοράς ατομικών οργανισμών και των συνθηκών της. Η διαφορά είναι ότι αντί να μελετά αντιπροσωπευτικές συμπεριφορές, η εφαρμοσμένη ανάλυση μελετά συμπεριφορές με ιδιαίτερη κοινωνική σημασία (π.χ. την ανάγνωση και την ομιλία, στοιχεία ψυχοπαθολογίας, την καταναλωτική συμπεριφορά, την εργασία, την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος κ.ά.). Ακριβώς επειδή οι συμπεριφορές που μελετώνται είναι πολύπλοκες και όχι αντιπροσωπευτικές, οι αρχές καθορισμού της συμπεριφοράς σπάνια προκύπτουν άμεσα από την εφαρμοσμένη ανάλυση. Αντ' αυτού, η εφαρμοσμένη ανάλυση δοκιμάζει πειραματικά κυρίως τη δυνατότητα γενίκευσης αρχών που προέκυψαν από τη βασική πειραματική ανάλυση αντιπροσωπευτικών συμπεριφορών για τη βελτίωση της ανθρώπινης ύπαρξης. Η σχέση μεταξύ της εφαρμοσμένης και της βασικής πειραματικής ανάλυ¬ σης της συμπεριφοράς μοιάζει με τη σχέση μεταξύ της πειραματικής ιατρικής επιστήμης και της πειραματικής φυσιολογίας, καθώς και με τη σχέση μεταξύ της πειραματικής μηχανολογίας και της βασικής φυσικής επιστήμης. Είναι επίσης γνωστή ως τροποποίηση της συμπεριφοράς [behavior modification] και ως λειτουργική ανάλυση της συμπεριφοράς [functional analysis of behavior].
|
Ηχομιμητική διάκριση
|
echoic
|
Λεκτική συντελεστική διάκριση ερεθισμάτων όπου το ED είναι η ακουστική δομή λέξεων ή άλλων ήχων και η δράση ενισχύεται εξαρτημένα από την ηχητική αντιστοίχηση που επιφέρει (π.χ. το ακουστικό ερέθισμα «αμήν» προξενεί την εκδήλωση της αντίστοιχης λεκτικής δράσης αμήν, η οποία ενισχύεται εξαρτημένα από την ηχητική αντιστοίχηση που επιφέρει με το πρότυπο ερέθισμα, ή ο ήχος ενός τζίτζικα προξενεί τη μίμησή του , δράση η οποία ενισχύεται εξαρτημένα από την αντίστοιχη που παράγεται με τις ακουστικές διαστάσεις του ήχου του εντόμου.
|
Θεμελιώδης συμπεριφορισμός
|
radical behaviorism
|
Φιλοσοφία της επιστήμης της ψυχολογίας που βασίζεται στον πραγματισμό και θέτει ως στόχο την κατανοητή και πρακτικά ωφέλιμη αιτιολόγηση όλων των ψυχολογικών φαινομένων μέσα από τη διαπίστωση γενικεύσιμων αρχών καθορισμού της μακροπρόθεσμης αλληλεπίδρασης βιολογικών οργανισμών με τα φυσικά γεγονότα της ζωής τους (πρβλ. με μεθοδολογικό συμπεριφορισμό και γνωστικό «συμπεριφορισμό»).
|
Θεμελιωτική διαδικασία
|
establishing operation
|
Παρωθητική διαδικασία η οποία θεμελιώνει ή αυξάνει προσωρινά τη θετικά ή αρνητικά ενισχυτική δύναμη ενός ερεθίσματος ή γεγονότος.
|
Θεραπεία αναστροφής/αποστροφής
|
aversion therapy
|
Γενικός όρος για ποικίλες κλινικές τεχνικές που εφαρμόζονται κυρίως στη θεραπεία των αυτοτραυματικών δράσεων και οι οποίες βασίζονται στην παροχή προκλητικών ερεθισμάτων για «δυσάρεστες» αντιδράσεις (όπως είναι ο φόβος, η αηδία, η ενοχή ή ο πόνος) και στην αρνητική ενίσχυση άλλων (μη αυτοτραυματικών) δράσεων. Για παράδειγμα, στη θεραπεία αναστροφής/αποστροφής της υπερβολικής χρήσης ψυχοδραστικών ουσιών, τα εξαρτημένα προκλητικά ερεθίσματα (ΕΕΠ ) για τις επιδράσεις των ουσιών (π.χ. τα μπουκάλια κρασιού, η γεύση του ποτού) μπορεί να συσχετιστούν με τα ανεξάρτητα προκλητικά ερεθίσματα (ΕΑΠ ) για την αηδία. Θεωρητικά, όταν τα χαρακτηριστικά ερεθίσματα της ουσίας προκαλούν (ως ΕΕΠ ) την ΑΕ της αηδίας, θα προξενούν (ως ΕΕ-/ΕD) τη φυγή τους αποκλείοντας τη χρήση της σχετικής ουσίας. Στην πραγματική ζωή όμως αυτά τα ερεθίσματα θα παρουσιάζονται ξεχωριστά από τα ΕEΠ για την αηδία, και επομένως θα χάνουν αυτή την προκλητική καθώς και την αρνητικά ενισχυτική δύναμή τους, με αποτέλεσμα να εκδηλώνεται και πάλι η χρήση της ουσίας.
|
Θεραπεία βασισμένη στην έκθεση
|
exposure-based therapies
|
Γενικός όρος για τις ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις που οι θεωρητικοί τους δηλώνουν επίσημα ότι εφαρμόζουν με την έκθεση του θεραπευόμενου σε εξαρτημένα προκλητικά ερεθίσματα για προβληματικά εξαρτημένα αντανακλαστικά, χωρίς να τα ακολουθεί κάποιο ανεξάρτητα προκλητικό ερέθισμα για τη συγκεκριμένη αντίδραση (π.χ. συστηματική απευαισθητοποίηση, θεραπεία παρατεταμένης έκθεσης). Από την άποψη του συμπεριφορισμού, οι επιδράσεις και άλλων ψυχοθεραπευτικών προσεγγίσεων (π.χ. της ψυχοδυναμικής ψυχοθεραπείας) στα συναισθήματα του θεραπευόμενου βασίζονται επίσης εν μέρει στη μεμονωμένη έκθεση σε Ε ΕΠ που συμβαίνει άτυπα κατά την πορεία της θεραπείας.
|
Θεραπεία παρατεταμένης έκθεσης
|
prolonged exposure therapy
|
Θεραπευτική τεχνική έκθεσης σε εξαρτημένα προκλητικά ερεθίσματα (ΕΕΠ ) για προβληματικές αντιδράσεις, στην οποία, αντί για τη βαθμιαία, ιεραρχικά ρυθμισμένη έκθεση σε όλο και πιο αποτελεσματικά Ε ΕΠ που συμβαίνει στη συστηματική απευαισθητοποίηση, εφαρμόζεται η άμεση και χρονικά παρατεταμένη έκθεση σε έντονες αναπαραστάσεις των ΕΕΠ .
|
Θεραπεία συμπεριφοράς
|
behavior therapy
|
Γενικός όρος που χρησιμοποιείται στην περιγραφή ποικίλων ψυχοθεραπευτικών προσεγγίσεων και τεχνικών, οι περισσότερες από τις οποίες προέρχονται από την κλινική πρακτική και την κοινή γνώμη, και όχι από την πειραματική ανάλυση της συμπεριφοράς, οπότε πολλές από τις εξηγητικές έννοιες των θεραπευτών της συμπεριφοράς [behavior therapists] είναι αντίθετες με το θεμελιώδη συμπεριφορισμό. Χαρακτηριστικά της θεραπείας συμπεριφοράς είναι ο προσδιορισμός συγκεκριμένων στόχων της θεραπείας, των οποίων το επίπεδο επίτευξης αξιολογείται ποσοτικά, ο ιδιαίτερα κατευθυντικός ρόλος του θεραπευτή και η σχετικά μικρή διάρκεια της ψυχοθεραπείας (πρβλ. με εφαρμοσμένη ανάλυση της συμπεριφοράς).
|
Θετικά ενισχυτικό ερέθισμα ή θετικός ενισχυτής
|
positively reinforcing stimulus ή positive reinforcer (SR+)
|
Ερέθισμα που η παραγωγή του (ή η κατά σύμπτωση παροχή του) αυξάνει την πιθανότητα εκδήλωσης της μορφής δράσης της οποίας η εκδήλωση προηγήθηκε της παραγωγής (ή της παροχής).
|
Θετική ενίσχυση
|
positive reinforcement
|
Διεργασία της συντελεστικής συμπεριφοράς στην οποία η πιθανότητα εκδήλωσης μιας μορφής δράσης αυξάνεται λόγω των επακόλουθων των εκδηλώσεων της - τα οποία επακόλουθα αποτελούνται από την εμφάνιση ερεθισμάτων ( Ε Ε+ ) που δεν προϋπήρχαν και συμβαίνουν είτε ως «πραγματικές» συνέπειες είτε ως κατά σύμπτωση επακόλουθα των εκδηλώσεων δράσης (δηλαδή Δ —> ΕΕ+). Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης για την περιγραφή της διαδικασίας ρύθμισης των θετικά ενισχυτικών συνεπειών των δράσεων.
|