Θετική τιμωρία
|
positive punishment
|
Διαδικασία της συντελεστικής συμπεριφοράς στην οποία μια δράση παράγει ή επιφέρει κάποιο αρνητικά ενισχυτικό ερέθισμα ( Ε Ε- ) που δεν υπήρχε πριν (δηλαδή Δ —> Ε Ε- ) .
|
θεωρία γενικών διεργασιών
|
general process theory
|
Η άποψη ότι, παρόλο που υπάρχουν μοναδικά στοιχεία στον καθορισμό τηςσυμπεριφοράς των διάφορωνβιολογικών ειδών, υπάρχουν και κοινές διεργασίες συμπεριφοράς, έτσι ώστε οι αρχές καθορισμού της συμπεριφοράς των μελών ενός βιολογικού είδους να χρησιμεύουν και στην αιτιολόγηση ψυχολογικών φαινομένων που παρουσιάζονται στα μέλη άλλων βιολογικών ειδών.
|
Ιδιωτικά παρατηρήσιμα γεγονότα
|
private events
|
Ερέθισμα ή αλλαγή ερεθισμάτων,είτε είναι αυτόματο προϊόν της συμπεριφοράς είτε όχι, το οποίο μπορεί να παρατηρηθεί μόνο από ένα άτομο (π.χ. ο πονόδοντος του ή η σκέψη του).
|
Iδιωτικά παρατηρήσιμη συμπεριφορά
|
private (ή covert) behavior
|
Συμπεριφοράη πρόκλησηή η εκδήλωση της οποίας μπορεί να παρατηρηθεί μόνο από το ίδιο το άτομο που συμπεριφέρεται (π.χ. σκέψη, φαντασία). Με βάση την υπόθεση της ομοιομορφίας, οκαθορισμός της ιδιωτικάπαρατηρήσιμης συμπεριφοράς ερμηνεύεται με τις αρχές καθορισμού που προέκυψαν από την πειραματική ανάλυσητης δημόσιαπαρατηρήσιμης συμπεριφοράς.
|
Ιεραρχία φοβικών καταστάσεων
|
fear hierarchy
|
Στησυστηματικήαπευαισθητοποίηση,μια λίσταεξαρτημένα προκλητικών ερεθισμάτων φόβου ενός κοινού θέματος (π.χ. καινούργιες γνωριμίες ή κατσαρίδες) που είναι οργανωμένα ιεραρχικά ως προς το μέγεθος της αντίδρασης φόβου που προκαλεί το καθένα.
|
Ιστορικό ενίσχυσης δράσεων
|
history of reinforcement
|
Γενικός όρος για οποιαδήποτε μακροπρόθεσμη σχέση μεταξύ δράσεων και θετικά ή αρνητικά ενισχυτικών συνεπειών.
|
Ιστορικό τιμωρίας δράσεων
|
history of punishment
|
Γενικός όρος για οποιαδήποτε μακροπρόθεσμη σχέση συμπεριφοράς-περιβάλλοντος στην οποία οι δράσεις παράγουν αρνητικούς ενισχυτές (δηλαδή Δ —> Ε Ε- ) ή τερματίζουν θετικούς ενισχυτές (δηλαδή ΕΕ+ : Δ—> ΕΕ+).
|
Ισχύς αντανακλαστικού
|
respondent strength
|
Βαθμόςτης προκλητικής δύναμηςενός συγκεκριμένου ερεθίσματος ( Ε ΑΠή ΕΕΠ ) σε μια συγκεκριμένηπερίοδο, που συνήθως αξιολογείται με τη μέτρηση της λανθάνουσας πε- ριόδουπροκλητικούερεθίσματος-αντίδρασης ή/και του μεγέθους της αντίδρασης.
|
Καθοδηγητικά διακριτικό ερέθισμα
|
contingency specifying (discriminative) stimulus
|
Στο φαινόμενο της συντελεστικής διάκρισης ερεθισμάτων υπό όρους, το διακριτικό ερέθισμα το οποίο ορίζει τη λειτουργία ενός δεύτερου ερεθίσματος ως ΕD ή ως ΕΔ , επειδ ή η ενίσχυση ή μη ενίσχυση δράσεων κατά την παρουσία του δεύτερου διακριτικού ερεθίσματος διαφοροποιείται ανάλογα με την παρουσία και την απουσία του E D(K) .
|
Kαθοριστική μεταβλητή ή καθοριστικός παράγοντας
|
controlling variable ή causal factor
|
Γενικός όρος για οποιαδήποτε τάξη φυσικών γεγονότω ν που η μεταβλητότητα στο επίπεδο της έχει μια αιτιώδη σχέση με τη μεταβλητότητα στο επίπεδο της συμπεριφοράς.
|
Καθυστέρηση ενίσχυσης
|
delay of reinforcement
|
Ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ μιας δράσης και της ενισχυτικής συνέπειάς της είτε στην παραγωγή ενός ΕΕ+ (καθυστέρηση της θετικής ενίσχυσης) είτε στον τερματισμό ενός Ε Ε - (καθυστέρηση της αρνητικής ενίσχυσης). Όσο εκτείνεται η καθυστέρηση της ενίσχυσης, τόσο πιθανότερη είναι η συμπτωματική ενίσχυση άλ λ ω ν μορφών δράσεων που θα εκδηλωθούν την περίοδο μεταξύ δράσης και ενισχυτικής συνέπειας.
|
Kαθυστέρηση στην τιμωρία
|
delay of punishment
|
Ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ μιας δράσης και της τιμωρητικής συνέπειάς της είτε στην παραγωγή ενός Ε Ε- (καθυστέρηση στη θετική τιμωρία) είτε στον τερματισμό ενός ΕΕ+ (καθυστέρηση στην αρνητική τιμωρία). Όσο παρατείνεται η καθυστέρηση της τιμωρίας, τόσο πιθανότερο είναι τα αυτόματα ερεθίσματα ά λ λ ω ν (εκτός της τιμωρημένης μορφής) δράσεων να αποκτήσουν εξαρτημένα αρνητικά ενισχυτική αποτελεσματικότητα από την —κατά σύμπτωση— συσχέτισή τους με την εμφάνιση τ ο υ ΕΕ- ή την εξαφάνιση του ΕΕ+, περιορίζοντας τη δυνατότητα να μειώσει η διαδικασία αυτή την πιθανότητα εκδήλωσης της τιμωρημένης μορφής δράσης.
|
Kανονική συσχέτιση ερεθισμάτων
|
standard conditioning (respondent)
|
Συσχέτιση ουδέτερου και προκλητικού ερεθίσματος στην οποία η έναρξη του ΕΟ συμβαίνει λίγο πριν από την έναρξη του Επ . Είναι η πιο αξιόπιστη σχέση για τη δημιουργία εξαρτημένων αντανακλαστικών που δημιουργεί τα πιο ισχυρά αντανακλαστικά.
|
Kαρτεσιανός δυϊσμός
|
Cartesian dualism
|
Άποψη του Descartes (με ευρύτατο κύρος και σήμερα) για την ύπαρξη δύο ειδών συμπεριφοράς, που αμφότερα προκαλούνται από γεγονότα τα οποία προηγούνται άμεσα της κάθε μονάδας συμπεριφοράς και την καθορίζουν. Τα δύο είδη είναι η ακούσια συμπεριφορά (προκαλούμενη από φυσικά γεγονότα) και η εκούσιασυμπεριφορά(προκαλούμενηαπό τηνψυχή, τη βούληση ή άλλα μεταφυσικά γεγονότα).
|
Kαταναλωτική δράση
|
consummatory response
|
Σε οποιαδήποτε συντελεστική αλυσίδα, η μορφή δράσης που προξενείται από την παρουσίαση του ενισχυτικού ερεθίσματος το οποίο θεωρείται τελικό (ως ΕD) και επιφέρει άμεση επαφή μαζί του. Ο όρος μάς υπενθυμίζει ότι ακόμα και η πιο απλή συνάρτηση ενίσχυσης ρυθμίζει τη δημιουργία μιας συντελεστικής αλυσίδας. Για παράδειγμα, ενώ λέγεται για συντομία ότι τα ραμφίσματα του πλήκτρου από ένα περιστέρι ενισχύονται με τροφή, για την ακρίβεια, τα ραμφίσματα επιφέρουν το εξαρτημένα ενισχυτικό θέαμα της τροφής που απέκτησε ενισχυτική δύναμη ως διακριτικό ερέθισμα ED για την καταναλωτική δράση της κατάποσής της.
|
Kατώφλι έντασης ερεθισμού
|
intensity threshold
|
Η ελάχιστη ένταση ενός προκλητικού ερεθίσματος προκειμένου να προκαλέσει μια αντίδραση, ή ενός διακριτικούερεθίσματος προκειμένου να προξενήσει (ως ΕΠ) ή να αναστείλει (ως ΕΔ) την εκδήλωση δράσεων.
|
Κιναισθητικό (ή ιδιοδεκτικό) ερέθισμα
|
proprioceptive stimulus
|
Οποιοδήποτε σωματοαισθητικό ερέθισμα προέρχεται από τη στάση ή τη δραστηριότητα των σκελετικών μυών, των τενόντων και των αρθρώσεων.
|
Κίνητρο
|
motive ή motivation
|
Στην κοινή γνώμη αλλά και στην πλειονότητα των ψυχολογικών θεωριών, μονάδα ή στοιχείο του νου , της ψυχής, του πνεύματος, της προσωπικότηταςκ.λπ., που (παρά την έλλειψη υλικής υπόστασης) θεωρείται ότι παρακινεί την εκδήλωση μορφών δράσης οι οποίες έχουν συγκεκριμένες συνέπειες (π.χ.επιδοκιμασία, σεξουαλικήεπαφή,τερματισμόςαπειλής κ.ά.). Από την άποψη του συμπεριφορισμού, η έννοια περιγράφει με ανακρίβεια το σύνολο των φυσικών γεγονότων τα οποία θεμελιώνουν(ήεκμηδενίζουν)τηνενισχυτική αποτελεσματικότηταμιαςσυνέπειαςδράσεων, δηλαδή τις παρωθητικές διεργασίες.
|
Κλασική διαδικασία απόκτησης αντανακλαστικών
|
classical conditioning
|
Εναλλακτικός όρος για τη συσχέτισηουδέτερων και προκλητικώνερεθισμάτων.
|
Κλίση αναστολής ερεθισμάτων
|
stimulus inhibtory gradient
|
Φαινόμενο της συντελεστικής γενίκευσης ερεθισμάτων, στοοποίοτα ερεθίσματαπουμοιάζουνήέχουνκοινά στοιχείαμε το διακριτικό ερέθισμα ΕΔ αναστέλλουν την εκδήλωση της μορφής δράσης που δεν ενισχυόταν διαφορικά κατά την παρουσία του, ανάλογα με το επίπεδο ομοιότητάς τους με το ΕΔ. Η κλίση αναστολής ερεθισμάτων που μοιάζουν με το ΕΔ είναι συνήθως λιγότερο απότομησυγκριτικά μετην κλίσηγενίκευσης ερεθισμάτων που μοιάζουν με το σχετικό του ΕD.
|