Γενικευμένη αντίθεση προτύπου
|
generalized opposition
|
Ενδελεχές διακριτικό ρεπερτόριο στο οποίο οι δράσεις ενισχύονται εξαρτημένα από την αντίθεση που παράγουν μεταξύ των διαστάσεων των ερεθισμάτων ενός προτύπου συμπεριφοράς και της αντίθεσής του, όπου η σχέση των ερεθισμάτων αλλάζει συνεχώς ως αποτέλεσμα των δράσεων και προξενεί αντίστοιχα λεπτές αλλαγές στη μορφή της επόμενης δράσης, ώστε να διατηρείται η ενισχυτική μη αντιστοίχηση ερεθισμάτων προτύπου-αντίθεσης, παρότι το συγκεκριμένο πρότυπο συμπεριφοράς δεν υπήρξε ποτέ αντικείμενο αντίθεσης για τη συμπεριφορά του συγκεκριμένου ατόμου. Εμφανίζεται συχνά σε καταστάσεις στις οποίες τιμωρείται η συμπεριφορά ενός άλλου ατόμου.
|
Γενικευμένη αντιστοίχηση επιλογής-δείγματος
|
generalized identity matching
|
Φαινόμενο στο οποίο οι επιδράσεις της διαφορικής ενίσχυσης της επιλογής ερεθισμάτων, οι διαστάσεις των οποίων αντιστοιχούν σε δείγματα ( E D(K) ) , γενικεύονται και σε συνθήκες με καινοφανή ερεθίσματα-επιλογές, οι διαστάσεις των οποίων επίσης αντιστοιχούν (ED) και δεν αντιστοιχούν (ΕΔ) σε αυτές των δειγμάτων.
|
Γενικευμένη διάκριση σχέσεων
|
generalized relational responding
|
Φαινόμενο στο οποίο η διαφορική ενίσχυση και εξάλειψη της ενίσχυσης μιας μορφής δράσης ανάλογα με το επίπεδο μιας σχετικής διάστασης πολλών ερεθισμάτων (π.χ. «πίσω από», «πιο έντονο» , «κομ- ψότερο» κ.λπ.) καθορίζει και την πιθανότητα εκδήλωσης αυτής της μορφής κατά την παρουσία άλλων ερεθισμάτων ανάλογα με το επίπεδο της ίδιας διάστασης που εμφανίζεται σε αυτά.
|
Γενικευμένη μη αντιστοίχηση επιλογής-δείγματος
|
generalized identity mismatching
|
Φαινόμενο στο οποίο οι επιδράσεις της διαφορικής ενίσχυσης της επιλογής ερεθισμάτων, οι διαστάσεις των οποίων διαφέρουν από αυτά των δειγμάτων ( ED(K) ) , γενικεύονται και σε συνθήκες με καινοφανή ερεθίσματα-επιλογές, οι διαστάσεις των οποίων επίσης διαφέρουν (ED) και δεν διαφέρουν (ΕΔ) από αυτές των δειγμάτων.
|
Γενικευμένη μίμηση προτύπου
|
generalized imitation
|
Ενδελεχές διακριτικό ρεπερτόριο στο οποίο οι δράσεις ενισχύονται εξαρτημένα από την αντιστοιχία που παράγουν μεταξύ των διαστάσεων των ερεθισμάτων της μίμησης και ενός προτύπου συμπεριφοράς, όπου η σχέση των ερεθισμάτων αλλάζει συνεχώς ως αποτέλεσμα των δράσεων και προξενεί αντίστοιχα λεπτές αλλαγές στη μορφή της επόμενης δράσης, ώστε να διατηρείται η ενισχυτική αντιστοιχία ερεθισμάτων μίμησης-προτύπου, παρότι το συγκεκριμένο πρότυπο συμπεριφοράς δεν υπήρξε ποτέ αντικείμενο μίμησης για τη συμπεριφορά του συγκεκριμένου ατόμου.
|
Γενικευμένη συμβατική αντιστοίχηση
|
generalized arbitrary matching
|
Φαινόμενο στο οποίο οι επιδράσεις της διαφορικής ενίσχυσης της επιλογής ερεθισμάτων, οι διαστάσεις των οποίων αντιστοιχούν συμβατικά (δηλαδή αυθαίρετα ή κατά παράδοση) σε αυτές των δειγμάτων ( E D(K)), γενικεύονται και σε συνθήκες με καινοφανή ερεθίοματα-επιλογές, οι διαστάσεις των οποίων επίσης αντιστοιχούν συμβατικά (ED) και δεν αντιστοιχούν συμβατικά (ΕΔ ) σε αυτές των δειγμάτων.
|
Γενικευμένη συμβατική-σχετική αντιστοίχηση
|
generalized arbitrary relational matching
|
Φαινόμενο στο οποίο οι επιδράσεις της διαφορικής ενίοχυοης της επιλογής ερεθισμάτων, οι σχετικές διαστάσεις των οποίων αντιστοιχούν συμβατικά (δηλαδή αυθαίρετα ή κατά παράδοση) σε αυτές των δειγμάτων (E D(K)) , γενικεύονται και σε συνθήκες με καινοφανή ερεθίοματα επιλογές, οι σχετικές διαστάσεις των οποίων επίσης αντιστοιχούν συμβατικά σε αυτές των δειγμάτων
|
Γενικευμένη συμμόρφωση
|
generalized conformity
|
Ενδελεχές διακριτικό ρεπερτόριο στο οποίο αρνητικοί ενισχυτές ( EE- ) τερματίζονται από την εκδήλωση δράσεων των οποίων οι διαστάσεις αντιστοιχούν σε αυτές της συμπεριφοράς του ανθρώπου που έθεσε τα EE-, παρότι το συγκεκριμένο πρότυπο συμπεριφοράς (και πηγή EE-) δεν υπήρξε ποτέ αντικείμενο μίμησης για τη συμπεριφορά του συγκεκριμένου ατόμου.
|
Γενικευμένη συντελεστική διάκριση ή γενικευμένο διακριτικό ρεπερτόριο
|
generalized operant discrimination ή generalized discriminative repertoire
|
Φαινόμενο στο οποίο κάποια ερεθίσματα, οι διαστάσεις των οποίων διαφέρουν από αυτές των διακριτικών ερεθισμάτων που προξενούν (ως ED) και αναστέλλουν (ως EΔ) την εκδήλωση μιας μορφής δράσης, επίσης προξενούν και αναστέλλουν (αντίστοιχα) την εκδήλωσή της,ανάλογα με το βαθμό ομοιότητάς τους με αυτά.
|
Γενικευμένη συντελεστική διάκριση υπό όρους
|
generalized conditional discrimination
|
Φαινόμενο στο οποίο ένα καθοδηγητικά διακριτικό ερέθισμα (ED(K)) ορίζει, ανάλογα με την παρουσία και την απουσία του, τη λειτουργία ενός δεύτερου ερεθίσματος ως ED και ως ΕΔ, παρότι οι διαστάσεις αυτών των ερεθισμάτων διαφέρουν από εκείνες των διακριτικών ερεθισμάτων με τα οποία διαμορφώθηκε αρχικά η συντελεστική διάκριση υπό όρους. Η γενίκευση της συντελεστικής διάκρισης ερεθισμάτων υπό όρους εξαρτάται από το βαθμό ομοιότητας (ή κοινών στοιχείων) των αρχικών και των καινούργιων πρότερων (της συμπεριφοράς) ερεθισμάτων.
|
Γενικευμένη τήρηση (λεκτικών) κανόνων
|
generalized (verbal) rule following
|
Ενδελεχές διακριτικό ρεπερτόριο στο οποίο οι δράσεις ενισχύονται εξαρτημένα από τη συμβατική αντιστοιχία που παράγουν μεταξύ των διαστάσεών τους με αυτές των δράσεων που περιγράφονται σε ένα λεκτικό κανόνα, όπου η σχέση των ερεθισμάτων αλλάζει συνεχώς ως αποτέλεσμα των δράσεων και προξενεί αντίστοιχα λεπτές αλλαγές στη μορφή της επόμενης δράσης, ώστε να διατηρείται η ενισχυτική συμβατική αντιστοιχία συμπεριφοράς-κανόνα, παρότι ο συγκεκριμένος κανόνας δεν υπήρξε ποτέ αντικείμενο τήρησης για τη συμπεριφορά του συγκεκριμένου ατόμου.
|
Γενίκευση εξαρτημένου αντανακλαστικού
|
respondent generalization
|
Φαινόμενο της προκαλούμενης συμπεριφοράς στο οποίο ένα ερέθισμα,που διαφέρει σε κάποια διάσταση από ένα εξαρτημένα προκλητικό ερέθισμα ( EEΠ ) ,επίσης προκαλεί την εξαρτημένη του αντίδραση. Όσο περισσότερο μοιάζει ή έχει κοινά στοιχεία με το αρχικό EEΠ, τόσο μεγαλύτερη προκλητική δύναμη θα διαθέτει.
|
Γνωστική αιτιολόγηση
|
mentalism ή mentalistic account
|
Οποιαδήποτε απόδοση αιτιών της συμπεριφοράς στην υποθετικά ανεξάρτητη συντελεστική δραστηριότητα του νου.
|
Γνωστική προδιάθεση
|
mental set
|
Εξηγητική έννοια της γνωστικής ψυχολογίας για υποθετικά, μη φυσικά «σχήματα του νου», τα οποία θεωρείται ότι επηρεάζουν τις δράσεις βιολογικών όντων κατά τη λύση προβλημάτων. Από τη σκοπιά του συμπεριφορισμού, πρόκειται για μια ονομασία της διεργασίας στην οποία η ενίσχυση μορφών προδρομικών δράσεων σε ένα πλαίσιο στο οποίο προάγουν τη λύση ενός προβλήματος αυξάνει την πιθανότητα εκδήλωσης παρόμοιων μορφών σε παρόμοια με αυτό πλαίσια, στα οποία όμως τα ερεθίσματα που παράγουν οι συγκεκριμένες δράσεις δεν προάγουν τη λύση του προβλήματος, δεν προξενούν δηλαδή την εκδήλωση της δράσης που λύνει το πρόβλημα, ούτε αναστέλλουν την εκδήλωση μη αποτελεσματικών μορφών. Επομένως, η γενίκευση των επιδράσεων της διαφορικής ενίσχυσης των προδρομικών δράσεων σε ένα πλαίσιο επιβραδύνει τη λύση παρόμοιων προβλημάτων, τα οποία ωστόσο δεν λύνονται με τον ίδιο τρόπο. Με λίγα λόγια, πρόκειται για μια «αποτυχημένη» γενικευμένη συντελεστική διάκριση.
|
Γνωστικός «συμπεριφορισμός»
|
cognitive behaviorism
|
Πρόκειται για αντιφατικό όρο που βασίζεται στη θεωρητική άποψη ότι οι κοινωνικές και άλλες συμπεριφορές ενός ανθρώπου καθορίζονται από τον τρόπο σκέψης του. Πηγές προέλευσης αυτής της άποψης είναι η κοινή γνώμη και η κλινική εμπειρία, όχι όμως η πειραματική ανάλυση της συμπεριφοράς. Η συγκεκριμένη θέση δεν έχει καμιά σχέση με το θεμελιώδη συμπεριφορισμό, βασικό γνώρισμα του οποίου είναι η απόρριψη της κοινής τάσης αποδοχής μιας συμπεριφοράς (π.χ. μιας πράξης) σε μια άλλη συμπεριφορά (π.χ. μιας σκέψης που είχε προηγηθεί). Βέβαια, ο θεμελιώδης συμπεριφορισμός παρέχει μια επιστημονική ερμηνεία της αποτελεσματικότητας της λεγόμενης «γνωστικο- συμπεριφοριστικής ψυχοθεραπείας» (όπως παρέχει και για κάθε αποτελεσματική θεραπευτική προσέγγιση), αλλά αυτή η πειραματικής προέλευσης ερμηνεία είναι εντελώς αντίθετη με εκείνη του γνωστικού «συμπεριφορισμού».
|
Δεσπόζουσα μορφή δράσης
|
prepotent response
|
Η μορφή δράσης με τη μεγαλύτερη πιθανότητα εκδήλωσης κάτω από τις τρέχουσες συνθήκες.
|
Δημιουργία συντελεστικής αλυσίδας
|
chaining ή response chaining
|
Γενικός όρος για κάθε διαδικασία που δημιουργεί μια συντελεστική αλυσίδα.
|
Δημιουργία συντελεστικής αλυσίδας από την αρχική συνάρτηση της (ή «προς τα εμπρός»)
|
forward chaining
|
Με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία τα ερεθίσματα που παράγει η κάθε δράση μιας επιθυμητής αλυσίδας ήδη λειτουργούν ενισχυτικά, η διαδικασία δημιουργίας μιας συντελεστικής αλυσίδας από την αρχική συνάρτησή της απαιτεί να αξιοποιηθεί προσωρινά το τελευταίο ενισχυτικό ερέθισμα (ΕΕ ) της αλυσίδας για να θεμελιωθεί η ενισχυτική δύναμη των συνεπειών δράσης των άλλων κρίκων. Η διαδικασία ξεκινά με τον πρώτο κρίκο της αλυσίδας, και θεμελιώνεται η ενισχυτική αποτελεσματικότητα των αυτόματων συνεπειών της κάθε επιμέρους δράσης της αλυσίδας: αρχικά και προσωρινά ως διαφορικό πλαίσιο ενίσχυσης (ED) της δράσης της κατανάλωσης του ΕΕ από τον τελικό κρίκο της επιθυμητής αλυσίδας, και στη συνέχεια ως ED για τη διαφορική ενίσχυση της δράσης του επόμενου κρίκου. Η δράση αυτή ενισχύεται προσωρινά πάλι με το ίδιο τελικό ΕΕ. Η διαδικασία συνεχίζεται κατά τον ίδιο τρόπο μέχρι τη θεμελίωση της λειτουργίας του ΕΕΕ/ΕD του τελικού κρίκου της αλυσίδας.
|
Δημιουργία συντελεστικής αλυσίδας από την τελευταία συνάρτησή της (ή «προς τα πίσω»)
|
backward chaining
|
Ξεκινά με τη θεμελίωση της ενισχυτικής αποτελεσματικότητας του διακριτικού ερεθίσματος ED του τελευταίου κρίκου της επιθυμητής αλυσίδας, μέσα από τη διαφορική ενίσχυση της τελευταίας δράσης κατά την παρουσία του τελευταίου ED με τον τελικό ενισχυτή (EE) της επιθυμητής αλυσίδας. Στη συνέχεια το ED του τελευταίου κρίκου παρέχεται ως ΕΕΕ της δράσης του προτελευταίου κρίκου, διαφορικά κατά την παρουσία του διακριτικού ερεθίσματος ΕD, θεμελιώνοντας την ενισχυτική δύναμη του, ώστε αυτό να μπορέσει να ενισχύσει την εκδήλωση της δράσης του προ-τελευταίου κρίκου, διαφορικά κατά την παρουσία του ΕD του, και ούτω καθεξής, μέχρι τη θεμελίωση της λειτουργίας του ΕD του αρχικού (πρώτου) κρίκου της ολακληρωμένης αλυσίδας.
|
Δημόσια παρατηρήσιμη συμπεριφορά
|
publicly- observable behavior
|
Οποιαδήποτε συμπεριφορά της οποίας η πρόκληση ή η εκδήλωση μπορεί να παρατηρηθεί από δύο παρατηρητές. Οι αρχές καθορισμού της συμπεριφοράς προκύπτουν από την πειραματική ανάλυση δημόσια παρατηρήσιμων συμπεριφορών και στη συνέχεια προσφέρουν τη βάση για επιστημονικές ερμηνείες του καθορισμού των ιδιωτικά παρατηρήσιμων συμπεριφορών.
|