Άγραφος (ή κενός) πίνακας
|
tabula rasa
|
Χαρακτηρισμός του εμπειριστή φιλοσόφου John Locke, ο οποίος υποστήριξε ότι η μοναδική πηγή καθορισμού της συμπεριφοράς του ατόμου είναι η προσωπική του εμπειρία, άποψη που κατά λάθος αποδίδεται και στο συμπεριφορισμό. Στο συμπεριφορισμό, η συμπεριφορά θεωρείται το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης του σώματος του ατόμου με τα γεγονότατης ζωής του (και, ειδικά για τη συντελεστική του συμπεριφορά, από τις συναρτήσεις της ενίσχυσης), αλλά το σώμα προφανώς εξαρτάται και από γεγονότα που συνέβησαν στις ζωές των προγόνων του (οι συναρτήσεις επιβίωσης, δηλαδή ηφυσική επιλογή φαινοτύπων). Ο συμπεριφορισμός είναι πλήρως συνεπής με την εξελικτική βιολογία, καθώς, σύμφωνα με αυτήν, αναγνωρίζει ότι όλα τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου (συμπεριλαμβανομένης της συμπεριφοράς του) αναπτύσσονται μέσα από τη μακροπρόθεσμη αλληλεπίδραση της εκάστοτε σωματικής κατάστασης και των γεγονότων της ζωής του, και επομένως η απόρριψη των τελευταίων ως πιθανής πηγής μεταβλητότητας οποιουδήποτε βιολογικού φαινομένου (όπως συμβαίνει με την έννοια του ενστίκτου) δεν είναι πραγματιστικά ωφέλιμη. Για την πλήρη πρόβλεψη και τον έλεγχο της συμπεριφοράς, πρέπει να γνωρίζουμε ποια χαρακτηριστικά του σώματος (συμπεριλαμβανόμενου του DNA του) αλληλεπιδρούν με ποια χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος και σε ποιες φάσεις της ανάπτυξης. Δεν είναι ωφέλιμη η απόρριψη κανενός στοιχείου από αυτά (βλ. φυλογενετική συνάρτηση).
|
Ακούσια συμπεριφορά
|
involuntary behavior
|
Σύμφωνα τόσο με τον Descartes όσο και με την άποψη της κοινής γνώμης σήμερα, η τάξη συμπεριφορών που προφανώς προκαλούνται από ερεθίσματα. Στην ταξινόμηση της ανάλυσης της συμπεριφοράς αντιστοιχεί με την προκαλούμενη συμπεριφορά (πρβλ. με την εκούσια συμπεριφορά).
|
Aμεσότητα στη σχέση εμφάνισης των γεγονότων
|
temporal contiguity
|
Ο βαθμός καθυστέρησης μεταξύ δύο γεγονότων, είτε ερεθισμάτων είτε μονάδων συμπεριφοράς (αντιδράσεις ή δράσεις). Η αμεσότητα αναφέρεται αποκλειστικά στη χρονολογική σχέση μεταξύ των γεγονότων, ανεξάρτητα από την προέλευση τους. Έτσι, η αμεσότητα μεταξύ δράσης και επακόλουθου ερεθίσματος δεν ταυτίζεται με τη σχέση συνάρτησης μεταξύ δράσης και συνέπειας. Για παράδειγμα, όταν μια μορφή δράσης επιφέρει ένα ενισχυτικό ερέθισμα μετά από σχετικά μεγάλη καθυστέρηση, υπάρχει μεν συνάρτηση μεταξύ δράσης και συνέπειας (δηλαδή η παραγωγή του ΕΕ εξαρτάται από την εκδήλωση της δράσης),αλλά υπάρχει ταυτόχρονα χαμηλή αμεσότητα μεταξύ αυτών των δύο γεγονότων. Αντιθέτως, για μια μορφή δράσης που εκδηλώνεται κατά την περίοδο που μεσολαβεί μεταξύ της πραγματικά συντελεστικής δράσης και της συνέπειάς της, και επομένως ενισχύεται συμπτωματικά από το ίδιο ερέθισμα, δεν υπάρχει συνάρτηση μεταξύ δράσης και συνέπειας (δηλαδή η παρουσίαση του ΕΕ δεν εξαρτάται από αυτή τη δράση), αλλά υπάρχει υψηλή αμεσότητα μεταξύ της εκδήλωσής της και του (συμπτωματικά ενισχυτικού) επακόλουθού της.
|
Αναβίωση δράσεων στην εξάλειψη ενίσχυσης
|
operant resurgence
|
Φαινόμενο της συντελεστικής συμπεριφοράς, η εκ νέου εμφάνιση, κατά την εξάλειψη της ενίσχυσης μιας πρόσφατα θετικάή αρνητικά ενισχυμένης μορφής δράσης, άλλων μορφών δράσης οι οποίες ενισχύονταν κάποτε στο παρελθόν και στη συνέχεια εξαφανίστηκαν λόγω εξάλειψης της ενίσχυσης (πρβλ. με την αυθόρμητη ανάκτηση της ίδιας μορφής δράσης μετάαπό την εξάλειψη της ενίσχυσής της με την εκ νέου εμφάνιση του περιβάλλοντος στο οποίο αυτή κάποτε ενισχυόταν).
|
Αναδυόμενη συντελεστική διάκριση
|
emergent operant discrimination ή emergent relation
|
Γενικός όρος για συντελεστικές διακρίσεις ερεθισμάτων υπό τους όρους ενός καθοδηγητικά διακριτικού ερεθίσματος ( E D(K) ), όπου η διάκριση δεν διαμορφώθηκε άμεσα αλλά εμφανίστηκε μέσα από μια αλλαγή στις θέσεις των ερεθισμάτων από προϋπάρχουσες διακρίσεις υπό όρους, είτε από την αλλαγή των θέσεων του E D(K ) και του ED της ίδιας διάκρισης (η σχέση ταύτισης ερεθισμάτων και η σχέση συμμετρίας ερεθισμάτων) είτε από έναν καινούργιο συνδυασμό E D(K) και ED από δύο διακρίσεις υπό όρους οι οποίες είχαν κοινά ερεθίσματα η σχέση μεταβατικότητας ερεθισμάτων.
|
Αναλογία μεγεθών ερεθίσματος-αντίδρασης
|
ratio of stimulus and response magnitude
|
Αρχή καθορισμού της προκαλούμενης συμπεριφοράς. Εντός ορίων, το μέγεθος της αντίδρασης ενός αντανακλαστικού απότελεί συνάρτηση του μεγέθους ή της έντασης του προκλητικού ερεθίσματος.
|
Αναπληρωματικό καθοδηγητικά διακριτικό ερέθισμα
|
supplemental contingency-specifying stimulus
|
Ερέθισμα που μοιάζει, έχει κοινά στοιχεία ή αντιστοιχί συμβατικά με ένα καθοδηγητικά διακριτικό ερέθισμα (ΕD(K)) το οποίο παράγεται και διατηρείται κατά την καθυστέρηση μεταξύ της παρουσίασης του E D(K) και των ερεθισμάτων-επιλογών, οπότε ορίζει τη λειτουργία των τελευταίων ως ED και ως EΔ. Όπως όλα τα διακριτικά ερεθίσματα ED, έτσι και το αναπληρωματικό ED(K) λειτουργεί επίσης ως εξαρτημένος ενισχυτής (EEE )για τις δράσεις που το παράγουν, στη συγκεκριμένη περίπτωση επειδή οι επιλογές ερεθισμάτων-επιλογών ενισχύονται πιο συχνά κατά την παρουσία ενός ερεθίσματος το οποίο δείχνει πότε αυτά είναι πλαίσια ενίσχυσης (ED) και πότε είναι πλαίσια εξάλειψης της ενίσχυσης (Έ Δ ) της δράσης της επιλογής τους.
|
Αναστολή δημιουργίας εξαρτημένων αντανακλαστικών
|
respondent inhibition
|
Επίδραση των μεμονομένων παρουσιάσεων του Ε0 κατά την απουσία του E" ή του E" κατά την απουσία του E0, δηλαδή η μετέπειτα καθυστέρηση στην απόκτηση ενός εξαρτημένου αντανακλαστικού από τη συσχέτιση του E0 και του E". Ή εάν συνεχίζονται οι μεμονωμένες παρουσιάσεις του E0 ή/και του E", ο απο- κλεισμός της δημιουργίας του εξαρτημένου αντανακλαστικού ή ο περιορισμός της ισχύος του, ανάλογα με τις σχετικές πιθανότητες παρουσίασης του E" κατά την παρουσία του E0 και του E0 κατά την παρουσία του
|
Αναστολή εκδήλωσης δράσεων
|
operant inhibition ή effect of SΔ
|
Η επίδραση ενός διακριτικού ερεθίσματος EΔ, δηλαδή η μείωση της πιθανότητας εκδήλωσης μορφών δράσης που δεν ενισχύονταν διαφορικά κατά την παρουσία τ ο υ (πρβλ. με το προξενεί την εκδήλωση δράσεων και την αναστολή της δημιουργίας αντανακλαστικών).
|
Ανάστροφη συσχέτιση ερεθισμάτων
|
backward (respondent) conditioning
|
Συσχέτιση ουδέτερου και προκλητικού ερεθίσματος στην οποία η έναρξη του E0 συμβαίνει μετά από την έναρξη του E". Μπορεί να δημιουργεί αδύναμα εξαρτημένα αντανακλαστικά, αλλά συνήθως δεν έχει καμία επίδραση στη συμπεριφορά.
|
Ανατροφοδότηση
|
feedback
|
Όρος της κυβερνητικής (της επιστήμης των ηλεκτρονικών συστημάτων ελέγχου). Στην ψυχολογία χρησιμοποιείται ως γενικός όρος για οποιαδήποτε ερεθίσματα παρέχονται ως άμεσες συνέπειες συμπεριφορών που συνήθως οδηγούν σε κάποιο τελικό,καθυστερημένο στόχο. Η ανατροφοδότηση δεν είναι συνώνυμη της ενίσχυσης. Eνώ αρκετές φορές οι άμεσες συνέπειες δράσεων είναι ενισχυτικές και προξενούν την εκδήλωση της επόμενης αποτελεσματικής δράσης, κάποιες άλλες δεν είναι για παράδειγμα, ο οδηγός μπορεί συστηματικά να αγνοεί την «ανατροφοδότηση» από το άλλο άτομο που τον καθοδηγεί στο παρκάρισμα. Τότε τα ερεθίσματα που προσφέρονται από τον άλλο, ενώ είναι συνέπειες δράσεων που παρέχουν πληροφορίες (και επομένως αποτελούν «ανατροφοδότηση»), δεν είναι EEE/ED. Συνεπώς, ενώ τα γεγονότα που περιγράφονται ως «ανατροφοδότηση» συνήθως λειτουργούν ως EEE / ED, ο όρος «ανατροφοδότηση» δεν είναι συνώνυμος με τον όρο «ενισχυτικό ερέθισμα», το οποίο περιγράφει μόνο αυτές τις συνέπειες των δράσεων που αυξάνουν την πιθανότητα εκδήλωσής τους. Σε αντίθεση με αυτήν της ανατροφοδότησης, η έννοια της ενίσχυσης ορίζεται από τη λειτουργία συνεπειών δράσεων στη συμπεριφορά του ατόμου.
|
Aνεξάρτητα ενισχυτικό ερέθισμα
|
unconditional (ή primary) reinforcing stimulus
|
Γενικός όρος για οποιοδήποτε θετικά ή αρνητικά ενισχυτικό ερέθισμα, η ενισχυτική δύναμη τoυ οποίου δεν βασίζεται ούτε στη διαφορική παρουσία του όταν οι δράσεις ενισχύονται θετικά ή αρνητικά ούτε στη διαφορική παρουσία του όταν οι δράσεις τιμωρούνται θετικά ή αρνητικά.
|
Aνεξάρτητα προκλητικό ερέθισμα
|
unconditional (ή unconditioned) stimulus (US ή UCS)
|
Οποιοδήποτε προκλητικό ερέθισμα του οποίου η προκλητική δύναμη δεν εξαρτάται από τη συσχέτισή του με κάποιο άλλο προκλητικό ερέθισμα.
|
Aνεξάρτητη αντίδραση
|
unconditional (ή unconditioned) response (UR ή UCR)
|
Η αντίδραση που προκαλείται από ένα ανεξάρτητα προκλητικό ερέθισμα ( E An ). Σε σχέση με την εξαρτημένη αντίδραση που προκαλείται από το EEπ n το οποίο συσχετίζεται με το EAn , η ανεξάρτητη αντίδραση είναι μεγαλύτερου μεγέθους και προκαλείται με συντομότερη λανθάνουσα περίοδος (EπΑ), ενώ μπορεί να διαφέρει και σε άλλες διαστάσεις.
|
Ανεξάρτητη ενίσχυση
|
unconditional reinforcement
|
Διεργασία της αύξησης της πιθανότητας εμφάνισης δράσεων από την παροχή ενός ανεξάρτητα θετικού ενισχυτή (EAE +) ή από τον τερματισμό ενός ανεξάρτητα αρνητικού ενισχυτή (EAE) ως επακόλουθα δράσεων. Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης για την περιγραφή της διαδικασίας ρύθμισης των ανεξάρτητα (θετικά ή αρνητικά) ενισχυτικών συνεπειών των δράσεων.
|
Ανεξάρτητη μεταβλητή
|
independent variable
|
Σε οποιοδήποτε ψυχολογικό πείραμα, μια πιθανή αιτία του επιπέδου της συμπεριφοράς του υποκειμένου που χειρίζεται ο πειραματιστής, η οποία αντιπροσωπεύει ένα συγκεκριμένο ή γενικό χαρακτηριστικό των εμπειριών οργανισμών στη ζωή εκτός του πειράματος.
|
Ανεξάρτητο αντανακλαστικό
|
unconditional reflex
|
Αντανακλαστικό του οποίου η ύπαρξη και η ισχύς δεν εξαρτώνται από τη συσχέτιση ενός ουδέτερου ερεθίσματος Ε0 με ένα ήδη προκλητικό ερέθισμα ( EAπ ή EEπ). Δεν είναι ανεξάρτητο από την εμπειρία γενικώς (π.χ. με τη συνεχή επανάληψη της πρόκλησης μιας ανεξάρτητης αντίδρασης, μειώνεται η ισχύς του αντανακλαστικού), είναι συγκεκριμένα ανεξάρτητο από τη συσχέτιση ερεθισμάτων.
|
Ανεξάρτητος ενισχυτής
|
primary (ή unconditional) reinforcer
|
βλ. ανεξάρτητα ενισχυτικό ερέθισμα (ΕΑΕ).
|
Ανερέθιστη περίοδος
|
refractory phase
|
Η σύντομη περίοδος μετά από την πρόκληση κάποιας αντίδρασης, κατά τη διάρκεια της οποίας περαιτέρω ερεθισμός δεν προκαλεί αντίδραση.
|
Αντανακλαστικό
|
reflex
|
Σχέση συμπεριφοράς περιβάλλοντος στην οποία μια μονάδα προκαλούμενης συμπεριφοράς (η αντίδραση) ακολουθεί ένα ερέθισμα και εξαναγκάζεται ή προκαλείται από αυτό. Γενικός όρος που περιλαμβάνει και ανεξάρτητα και εξαρτημένα αντανακλαστικά.
|