Αντίδραση
|
response (ή respondent behavior)
|
Μονάδα της προκαλούμενης συμπεριφοράς. Γενικός όρος που περιλαμβάνει και ανεξάρτητες και εξαρτημένες αντιδράσεις. (πρβλ με δράση).
|
Αντι-εξαναγκαστικός έλεγχος
|
counter-coercive control
|
Φαινόμενο στο οποίο η παροχή ενός αρνητικού ενισχυτή ή η αφαίρεση ενός θετικού ενισχυτή ως συνέπεια της μη επιθυμητής δράσης ενός άλλου προξενεί, αντί για την εκδήλωση μιας επιθυμητής μορφής, την τιμωρία αυτής της προσπάθειας εξαναγκαστικού ελέγχου. Αυτή η αύξηση στην πιθανότητα εκδήλωσης επιθετικών συμπεριφορών είναι ένα από τα πολλά μειονεκτήματα του κοινωνικού εξαναγκαστικού ελέγχου της συμπεριφοράς. Εάν στη συνέχεια η αντι-εξαναγκαστική δράση τιμωρηθεί από τον άλλο,το φαινόμενο ονομάζεται πάλη για την εξουσία.
|
Αντιθετικός σχηματισμός
|
reaction formation
|
Όρος της ψυχανάλυσης. Από τη σκοπιά του συμπεριφορισμού θεωρείται τρόπος τερματισμού των προειδοποιητικών σημάτων που παράγονται από την αρχική εκδήλωση μιας τιμωρημένης μορφής δράσης μέσα από την εκδήλωση δράσεων που φανερώνουν αντίθεση με αυτές. Οι δράσεις αυτές διατηρούν κάποια επαφή με τα ενισχυτικά ερεθίσματα των τιμωρημένων μορφών, αλλά εφόσον δεν τιμωρούνται, τα ερεθίσματα που παράγονται κατά την εκδήλωσή τους θα αποκτησουν θετικά ενισχυτική δύναμη ως σήματα ασφάλειας.
|
Αντιληπτική αντίθεση
|
perceptual contrast
|
Φαινόμενο της συντελεστικής διάκρισης ερεθισμάτων στην οποία η διάκριση των διαστάσεων ενός ερεθίσματος (π.χ.μέγεθος, φωτεινότητα) εξαρτάται από τις αντίστοιχες διαστάσεις του πλαισίου στο οποίο βρίσκεται. Ένα παρόμοιο φαινόμενο συμβαίνει με τις διαστάσεις των ερεθισμάτων των σύνθετων προγραμμάτων ενίσχυσης (βλ. επίδραση της αντίθεσης προγραμμάτων).
|
Αντιμεταβίβαση
|
countertransference
|
Όρος της ψυχανάλυσης για τη θεωρητική επίδραση του ασυνείδητου νου του θεραπευτή στα συναισθήματά του προς το θεραπευόμενο. Από την άποψη του συμπεριφορισμού,πρόκειται για φαινόμενο στο οποίο ο θεραπευόμενος προκαλεί συναισθηματικές αντιδράσεις στο θεραπευτή, σε γενίκευσητων εξαρτημένων αντανακλαστικών από σημαντικά πρόσωπα (ως EΕπ) της ζωής του θεραπευτή.
|
Αντιπροσωπευτική δράση
|
representative (operant) response
|
Μια μορφή δράσης η οποία διευκολύνει τη διερεύνηση λειτουργικών σχέσεων συντελεστικής συμπεριφοράς περιβάλλοντος επειδή:(α) καταγράφεται αυτόματα, (β) μπορεί να επαναλαμβάνεται συχνά, αυξάνοντας τη διακριτικότητα αλλαγών στη συχνότητα εμφάνισής της ανάλογα με αλλαγές στις περιβαλλοντικές συνθήκες, και (γ) έχει ελάχιστη πιθανότητα εκδήλωσης και ενίσχυσης εκτός από τιςμ πειραματικές συνθήκες, περιορίζοντας την επίδραση εξωγενών μεταβλητών στη συχνότητα εμφάνισής της. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το πάτημα του πλήκτρου (στα περιστέρια, στους ανθρώπους και σε άλλα είδη) και η πίεση του μοχλού (στους αρουραίους, στους ανθρώπους και σε άλλα είδη).
|
Αντισταθμιστικές αντιδράσεις
|
compensatory responses
|
Αμυντικές αντιδράσεις σε τοξικές ουσίες οι οποίες περιορίζουν τη βλάβη που προκαλούν οι ουσίες. 0ι αντισταθμιστικές αντιδράσεις από τοξικές ουσίες, όπως είναι το αλκοόλ, η νικοτίνη και η ηρωίνη, περιορίζουν και τις ψυχοδραστικές επιδράσεις τους.
|
Αντίσταση αλλαγών συνθηκών
|
resistance to change ή behavioral momentum
|
Eναλλακτική μέτρηση της πιθανότητας εκδήλωσης δράσεων, η ταχύτητα με την οποία η συχνότητα εκδήλωσης δράσεων μειώνεται με οποιαδήποτε αλλαγή συνθηκών, για παράδειγμα με την εξάλειψη της ενίσχυσης, με διαδικασίες που μειώνουν την ενισχυτική δύναμη των συνεπειών τους (εκμηδενιστικές παρωθητικές διαδικασίες), με την πρόσθεση ερεθισμάτων που διασπούν την προσοχή του υποκειμένου κ.ά. H ταχύτητα με την οποία η συχνότητα εκδήλωσης δράσεων μειώνεται με αυτές και άλλες αλλαγές των συνθηκών έχει βρεθεί ότι καθορίζεται, κατά παρόμοιο τρόπο, από τη συχνότητα ενίσχυσης δράσεων πριν από την αλλαγή συνθηκών, ανεξάρτητα από αρχικές διαφορές στη συχνότητα εκδήλωσης δράσεων καθαυτήν. Ως μέτρηση της πιθανότητας εκδήλωσης δράσεων,η απλή συχνότητά τους έχει το μειονέκτημα ότι μπορεί να ελεγχθεί από τη διαφορική ενίσχυση (π.χ. στα προγράμματα διαφορικής ενίσχυσης συγκεκριμένων συχνοτήτων). Eπειδή η αντίσταση αλλαγών συνθηκών (behavioral momentum, δηλαδή «κεκτημένη» συχνότητα εκδήλωσης δράσεων ή «φόρα» δράσεων) είναι ανεξάρτητη από τις αρχικές διαφορές στην απλή συχνότητα εκδήλωσης δράσεων, μπορεί να παρέχει μια πιο συνεπή ένδειξη της επίδρασης της ενίσχυσης, δηλαδή του καθορισμού της πιθανότητας εκδήλωσης δράσεων (πρβλ. με συχνότητα εμφάνισης ή εκδήλωσης δράσεων).
|
Αντίσταση στην εξάλειψη της ενίσχυσης
|
resistance to extinction
|
Η ταχύτητα με την οποία η συχνότητα εκδήλωσης δράσεων μειώνεται με την εξάλειψη της ενίσχυσής τους. Γενικώς, ανεξάρτητα από διαφορές στη συχνότητα εκδήλωσης δράσεων που διατηρούνται από διάφορα προγράμματα ενίσχυσης πριν από την εξάλειψη της ενίσχυσης, όσο πιο συχνά (ή με μικρότερη αναλογία δράσεων-ενισχύσεων) ενισχύονται οι δράσεις, τόσο πιο αργά μειώνεται η συχνότητα εκδήλωσής τους με την εξάλειψη της ενίσχυσής τους (βλ.αντίσταση αλλαγών συνθηκών και πρβλ.με συχνότητα εμφάνισης ή εκδήλωσης δράσεων).
|
Αξιοπιστία
|
reliability
|
Σε σχέση με τα αποτελέσματα ενός πειράματος, η πιθανότητα ότι θα παρατηρηθούν παρόμοια αποτελέσματα εάν επαναληφθεί η διαδικασία του.
|
Αποδυνάμωση εξαρτημένου αντανακλαστικού
|
weakening of a conditional reflex
|
Γενικός όρος για μειώσεις της ισχύος ενός εξαρτημένου αντανακλαστικού, δηλαδή για αυξήσεις στη λανθάνουσα περίοδο EEn ->-AE και για μειώσεις στο μέγεθος της εξαρτημένης αντίδρασης από οποιαδήποτε διεργασία (π.χ.από τη διαδικασία διαχωρισμού προκλητικών ερεθισμάτων, την πρόσθεση μεμονωμένων παρουσιάσεων του ΕΕΠ ή του ΕΑΠ,μια αλλαγή στη χρονική σχέση μεταξύ E Eπ και E Aπ κ.ά.) (πρβλ.με απόσβεση εξαρτημένου αντανακλαστικού).
|
Αποεξοικείωση
|
dishabituation
|
Φαινόμενο της προκαλούμενης συμπεριφοράς στο οποίο, μετά από την εξοικείωση μιας αντίδρασης και την ακόλουθη έλλειψη της παρουσίασης του (μέχρι πρόσφατα) προκλητικού ερεθίσματος, η προκλητική δύναμή του επιστρέφει (πρβλ. με ευαισθητοποίηση).
|
Απόκτηση εξαρτημένου αντανακλαστικού
|
respondent conditioning ή respondent acquisition
|
Η διεργασία κατά την οποία ένα ουδέτερο ερέθισμα (E0) αποκτά εξαρτημένα προκλητική δύναμη μέσα από τη συσχέτισή του με ένα ήδη προκλητικό ερέθισμα ( EAΠ ή EEΠ), όπου οι μεμονωμένες παρουσιάσεις του Ε0 και του ΕΠείναι περιορισμένες.
|
Απόσβεση δράσεων
|
operant extinction
|
Η διεργασία μείωσης της πιθανότητας εκδήλωσης των μορφών δράσης μιας συντελεστικής τάξης λόγω της εξάλειψης των αρνητικά ή θετικά ενισχυτικών συνεπειών τους (στα αγγλικά ο όρος operant extinction χρησιμοποιείται επίσης ως ονομασία για τη διαδικασία εξάλειψης της ενίσχυσης).
|
Απόσβεση εξαρτημένου αντανακλαστικού
|
respondent extinction
|
H διεργασία αποδυνάμωσης ενός εξαρτημένου αντανακλαστικού, συγκεκριμένα λόγωτης διαδικασίας διαχωρισμού προκλητικών ερεθισμάτων (ή διαδικασία απόσβεσης αντανακλαστικών) (στα αγγλικά ο όρος respondent extinction χρησιμοποιείται επίσης ως ονομασία για τη διαδικασία διαχωρισμού προκλητικών ερεθισμάτων).
|
Αποτρεπτικό (ή ενοχλητικό) ερέθισμα
|
aversive stimulus
|
Συνώνυμο για το EE- ,δηλαδή οποιοδήποτε ερέθισμα το οποίο λειτουργεί ως αρνητικός ενισχυτής( EE-) για τη συμπεριφορά ενός συγκεκριμένου ατόμου σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
|
Απόσυρση
|
withdrawal
|
Τρόπος τερματισμού ή περιορισμού ενός αρνητικού ενισχυτή ( E AE - ή EEE- ) μέσω της απομάκρυνσης από αυτόν.
|
Αποφυγή
|
avoidance ( ή escape from conditional aversive stimulus)
|
Η ακύρωση ενός ενδεχόμενου ανεξάρτητα ή εξαρτημένα αρνητικού ενισχυτή μέσω της φυγής ενός εξαρτημένα αρνητικού ενισχυτή που τον προαναγγέλλει, δηλαδή μέσω του τερματισμού ενός προειδοποιητικού ερεθίσματος.
|
Απτική επαφή ως ενισχυτής
|
haptic reinforcer
|
0ποιοδήποτε ερέθισμα της αφής του οποίου η παραγωγή (ή ο τερματισμός) αυξάνει την πιθανότητα εκδήλωσης της μορφής δράσης που το παρήγαγε (ή που το τερμάτισε αντιστοίχως).
|
Απώθηση
|
repression
|
Όρος της ψυχανάλυσης.Από την άποψη του συμπεριφορισμού, πρόκειται για τη διακοπή της αυτοπαρατήρησης της συμπεριφοράς ως τρόπος τερματισμού των προειδοποιητικών σημάτων (EEE-) που παράγονται από την αρχική εκδήλωση μιας τιμωρημένης μορφής δράσης.
|