Κλίση γενίκευσης ερεθισμάτων
|
stimulus generalization gradient
|
Φαινόμενο της συντελεστικής γενίκευσης ερεθισμάτων, στο οποίο τα ερεθίσματα που μοιάζουν ή έχουν κοινά στοιχεία με το διακριτικό ερέθισμα ΕD προξενούν την εκδήλωση της μορφής δράσης που ενισχυόταν διαφορικά κατά τηνπαρουσία του , ανάλογα με το επίπεδο ομοιότητάς τους με το ΕD. Η ονομασία προέρχεται από τις γραφικές παραστάσεις του φαινομένου,στις οποίες η συχνότητα εκδήλωσης δράσεων κατά την παρουσία ερεθισμάτων που διαφέρουν σε διαβαθμιζόμενες αποστάσεις από το ΕDείναι μια γραμμική (ή σχεδόν γραμμική) συνάρτηση του επιπέδου ομοιότητάς τους με το ΕD.
|
Kοινωνικά διασυνδεδεμένες συντελεστικές αλυσίδες
|
socially interlocking operant chains
|
Σύνθετο κοινωνικόφαινόμενο στο οποίο τα οπτικά, ακουστικά και άλλα ερεθίσματα από μια δράση ενός ατόμου προξενούν την εκδήλωση μιας δράσης του άλλου , με τα ερεθίσματα από αυτή τη δεύτερη δράση να ενισχύουν την πρώτη δράση και να παρέχουν στο πρώτο άτομο και άλλο διακριτικό ερέθισμα. Οιεπιμέρους συντελεστικές αλυσίδες μπορεί να χαρακτηριστούν ή να μη χαρακτηριστούν από λειτουργική ένωση, δηλαδή, τα εκάστοτε διακριτικάερεθίσματα ΕD των αλυσίδων μπορούν να προξενούν την εκδήλωση μίας μόνο μορφής δράσης (επειδή μόνο αυτή η συγκεκριμένη μορφή έχει ενισχυθεί σε παρόμοια με το ΕD πλαίσια), ή να προξενούν την εκδήλωση πολλαπλών μορφών (επειδή πολλές μορφές δράσης έχουν ενισχυθεί σε παρόμοια με το ΕD πλαίσια).
|
Kοινωνικές συντελεστικές διακρίσεις
|
operant social discriminations
|
Συντελεστικές διακρίσεις ερεθισμάτων στιςοποίες τα διακριτικά ερεθίσματα ΕD και ΕΔκαθώς και οι θετικά ή αρνητικάενισχυτικές συνέπειεςδράσεων προέρχονται από τη συμπεριφορά ενός άλλου ατόμου (ή περισσότερων ατόμων).
|
Κοινωνικός ενισχυτής
|
social reinforcer
|
Οποιοδήποτε γεγονός ενισχύει θετικά ή αρνητικά τη συμπεριφορά ενός ατόμου, το οποίο προέρχεται από τη συμπεριφορά ενός άλλου ατόμου (ή περισσότερων ατόμων).
|
«Κόπωση» αναλογίας (εκδηλωμένων : ενισχυμένων δράσεων)
|
ratio "strain"
|
Διεργασία της συντελεστικής συμπεριφοράς,αναφέρεται στην εξαφάνιση (ή σχεδόν εξαφάνιση) των εκδηλώσεων της ενισχυμένης μορφής δράσης η οποίαπαρατηρείται συχνά σε προγράμματα αναλογίας όταν η αναλογία δράσεων-ενισχύσεωνείναιμεγάλη(βλ.πρόγραμμααναλογίας).
|
Κορεσμός δράσεων ή κορεσμός των αυτόματων ενισχυτών δράσεων
|
response satiation
|
Ως εκμηδενιστική διαδικασία,ησυνεχής εκδήλωση δράσεων που επιφέρουν ένα συγκεκριμένοαυτόματο ενισχυτή. Ως παρωθητική διεργασία, η μείωση στη θετικά ή αρνητικά ενισχυτικήαποτελεσματικότηταενόςαυτόματου ενισχυτή που καθορίζεται από αυτή τη διαδικασία.
|
Κορεσμός ερεθίσματος
|
stimulus satiation
|
Εκμηδενιστική παρωθητική διαδικασία στην οποία ένα ενισχυτικό ερέθισμα παρουσιάζεται συνεχώς ή με συχνή επανάληψη, καθώς και η παρωθητική διεργασία στηνοποία η διαδικασία αυτή μειώνει ή εκμηδενίζει τη θετικά ή αρνητικά ενισχυτική αποτελεσματικότητα αυτού του ερεθίσματος. Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά ως συνώνυμο του εθισμού.
|
Κόστος δράσεων
|
response cost
|
Η παραγωγή αρνητικά ενισχυτικών ερεθισμάτων( ΕΕ-) ή/και ο τερματισμός θετικά ενισχυτικών ερεθισμάτων (ΕΕ+) από δράσεις που ταυτόχρονα ενισχύονται θετικά ή αρνητικά από άλλα γε- γονότα, π.χ.τα ερεθίσματα κόπωσης (που συνήθως λειτουργούν ως ΕΕ- ) τα οποία παρά- γονται αυτόματα κατά την εκδήλωση των περισσότερων θετικά ή ενισχυτικά ενισχυμένω ν δράσεων ή τον τερματισμό της επαφής μας με την αγαπημένη μας τηλεοπτική εκπομπή (ΕΕ+) όταν απαντάμε σε μια τηλεφωνική κλήση από το αγαπημένο μας πρόσωπο. Σε εκπαιδευτικές ή θεραπευτικές παρεμβάσεις, ο όρος χρησιμοποιείται και ωςευφημισμός για τη τιμωρία δράσεων ,συνήθως μέσω της αύξησης του σωματικού κόπου που απαιτείται για την εκδήλωση μη επιθυμητών μορφών δράσης.
|
Κρίκος (μιας συντελεστικής αλυσίδας)
|
link (of an operant chain)
|
Οποιαδήποτε συγκεκριμένη συνάρτηση τριών όρων (ΕD: Δ —> ΕΕ+ ή ΕΕ-/ΕD: Δ —> ΕΕ- )μιας συντελεστική ςαλυσίδας. Συνήθως αριθμείται απότοξεκίνηματης αλυσίδας,δηλαδή το ενισχυτικό ερέθισμα του πρώτου κρίκου είναι το διακριτικό ερέθισμα ΕD(πλαίσιο ενίσχυσης ) του δεύτερου κ.ο.κ.
|
Kριτήριο ενίσχυσης
|
reinforcement criterion
|
Ο συνδυασμός χαρακτηριστικών της συμπεριφοράς και του περιβάλλοντος που επιτυγχάνουν την παραγωγή ενός θετικά ενισχυτικού ερεθίσματος (ΕΕ+) ή τον τερματισμό ενός αρνητικά ενισχυτικού ερεθίσματος (Ε Ε-) . Το κριτήριο ενίσχυσης μπορεί να ρυθμιστεί συνειδητά ή απαρατήρητα από ένα άτομο ή άμεσα από τα άψυχα στοιχεία του περιβάλλοντος.
|
Kρυφή συμπεριφορά
|
covert behavior ή coverant
|
βλ. ιδιωτικά παρατηρήσιμη συμπεριφορά.
|
Kύματα του αμετάβλητου χρονικού διαστήματος (ή κύματα ΑΧΔ)
|
fixed-interval scallop (ή FI scallop)
|
Υπόδειγμα συμπεριφοράς που παρατηρείται συχνά στα προγράμματα αμετάβλητου χρονικού διαστήματος (ΑΧΔ), στο οποίο η συσσωρευτική αναφορά δράσεων μοιάζει με κύματα, με το κάθε κύμα να αποτελείται απόμια παύση κατόπιν ενίσχυσης που ακολουθείται από την προοδευτικά αυξανόμενη συσσώρευση δράσεων.
|
Λανθάνουσα περίοδος
|
latency period, response latency
|
Μία από τις δύο κυρίες μετρήσεις της ισχύος αντανακλαστικών είναι οχρόνος ανάμεσα στην παρουσίαση του προκλητικού ερεθίσματος και την εμφάνιση της αντίδρασης. Όσο μικρότερη είναι, τόσο μεγαλύτερη θεωρείται η ισχύς του αντανακλαστικού. Επιπλέον, αλλά πολύ πιο σπάνια, η λανθάνουσα περίοδος μεταξύ της παρουσίασης ενός διακριτικού ερεθίσματος ΕD και της εκδήλωσης της πρώτης δράσηςτης μορφής που ενισχύεται διαφορικά κατά την παρουσία του, χρησιμοποιείται ως μέτρηση της διακριτικής λειτουργίας του .
|
Λανθασμένη συσχέτιση
|
spurious ή false correlation
|
Συστηματική σχέση μεταξύ επιπέδων δύο μεταβλητών η οποία οφείλεται σε έναν τρίτο παράγοντα, επομένως το επίπεδο της μιας μεταβλητής αποδίδεται κατά λάθος στο επίπεδο της άλλης
|
Λειτουργία ερεθίσματος
|
stimulus function
|
Η επίδραση ενός ερεθίσματος στη συμπεριφορά, είτε είναι προκλητική, θετικά ενισχυτική, αρνητικά διακριτική, καθοδηγητικά διακριτική ήπαρωθητική (βλ.και πολλαπλές λειτουργίες ερεθισμάτων).
|
Λειτουργική (ή αιτιώδης) σχέση
|
functional (ή causal) relation
|
Στην ψυχολογία, η παρατήρησηότιτοεπίπεδομιας συμπεριφοράς (μιας εξαρτημένης μεταβλητής)εξαρτάται από το επίπεδο ενός χειρισμού του περιβάλλοντος(μιας ανεξάρτητης μεταβλητής)όπου ελέγχονταιάλλεςπηγέςμεταβλητότητας συμπεριφοράς(εξωγενείς μεταβλητές).
|
Λειτουργική ισοτιμία δράσεων
|
functional equivalence of responses
|
Κατάσταση στην οποία δύοδράσεις έχουν μια κοινή επίδραση στο περιβάλλον, παρά τις τυχόν διαφορές στη μορφή τους, και επομένως ανήκουν στην ίδια συντελεστική τάξη.Γιαπαράδειγμα,τονα παίρνει κανείς ταξί ή λεωφορείο συνιστά δυο διαφορετικές μορφές δράσης οι οποίες είναι λειτουργικά ισότιμες για συγκεκριμένες συνέπειες, π.χ. και οι δύο επιφέρουν τα ενισχυτικά θεάματα της μετακίνησης.Δύο μορφές δράσης που είναι ισότιμες για μία λειτουργία μπορεί να έχουν και μη κοινές συνέπειες, π.χ. η επιλογή του ταξί να τιμωρηθεί με την αφαίρεση περισσότερων χρημάτων, και του λεωφορείου να τιμωρηθεί με το ενοχλητικό πλήθος κόσμου που παράγει.
|
Λεκτική συμπεριφορά
|
verbal behavior
|
Από την άποψη του συμπεριφορισμού, γενικός όρος γιατιςμορφές συντελεστικής συμπεριφοράς των οποίων η διαμόρφωση και η διατήρηση βασίζονται σε θετικά ή/και αρνητικά ενισχυτικές συνέπειες οι οποίες προέρχονται από τη συμπεριφορά άλλων ατόμων (δεν περιορίζεται στις δράσεις τουφθογγικού και του γραπτού λόγου , αλλά περιέχει επίσης τις χειρονομίες,τις εκφράσεις του προσώπου, τις ανταποκρίσεις σε απαιτήσεις ή σε παρατηρήσεις και οποιαδήποτε άλλη μορφή δράσης οι διαστάσεις και η πιθανότητα εκδήλωσης της οποίας οφείλονται σε ενισχυτικές συνέπειες που προέρχονται από τη συμπεριφορά άλλων ατόμων).
|
Λεκτικός ενισχυτής
|
verbal renforcer
|
Γενικός όρος για οποιαδήποτε θετικά ή αρνητικά ενισχυτικό ερέθισμα ( ΕΑΕή ΕΕΕ ) το οποίο προέρχεται από τη συμπεριφορά ενός άλλου ατόμου. Συχνά λειτουργούν επίσης ως διακριτι- κά ερεθίσματα (Ε° ή/και ΕΔ) (ο λεκτικός ενισχυτής δεν περιορίζεται στα ερεθίσματα του φθογγικού λόγου ·περιλαμβάνειταερεθίσματα από τις χειρονομίες, τις εκφράσεις του προσώπου, τις ανταποκρίσεις σε απαιτήσεις ή σε παρατηρήσεις καιοποιαδήποτε άλλο ερέθισμα τ ο υ οποίου η — κατά συνέπεια δράσης—παραγωγή ή τερματισμός αυξάνει την πιθανότητα εκδήλωσης αυτής της μορφής, εφόσον είναι το προϊόν της συμπεριφοράς ενός άλλου ατόμου).
|
Μαζοχισμός
|
masochism
|
Όρος της ψυχανάλυσης που χαρακτηρίζει ένα υποθετικό ψυχικό αίτιο συμπεριφοράς. Από την άποψη του συμπεριφορισμού, πρόκειται για οποιαδήποτε κατάσταση στην οποία επώδυνα ή άλλα ερεθίσματα, που συνήθως λειτουργούν ως αρνητικοί ενισχυτές, αποκτούν θετικά ενισχυτική αποτελεσματικότητα ως διαφορικά πλαίσια ενίσχυσης δράσεων (δηλαδή ως διακριτικά ερεθίσματα ΕD). Στο λεγόμενο σεξουαλικό μαζοχισμό [sexual masochism], επώδυνα ερεθίσματα αποκτούν τη δυνατότητα να προκαλούν σεξουαλικές αντιδράσεις λόγω της συσχέτισής τους με τα ανεξάρτητα προκλητικά ερεθίσματα για τη σεξουαλικήδιέ- γερση,καθώς και ναενισχύουν θετικά τις μορφές δράσης που τα παράγουν.
|