Άρνηση
|
denial
|
Όρος της ψυχανάλυσης. Από την άποψη του συμπεριφορισμού, πρόκειται για τον τρόπο τερματισμού των προειδοποιητικών σημάτων ( E EE-) που παράγονται από την αρχική εκδήλωση μιας τιμωρημένης μορφής δράσης μέσα από τη λεκτική δήλωση ότι οι συνέπειες αυτής της δράσης δεν είναι ενισχυτικές ή/και ότι η εκδήλωσή της δεν συνέβη. Eάν η άρνηση είναι ασυμβίβαστη με τη συνέχεια της εκδήλωσης της τιμωρημένης δράσης, τα ερεθίσματα που παράγονται κατά την εκδήλωσή της θα αποκτήσουν θετικά ενισχυτική δύναμη ως σήματα ασφάλειας (E EE+).
|
Αρνητικά ενισχυτικό ερέθισμα ή αρνητικός ενισχυτής
|
negatively reinforcing stimulus ή negative reinforcer (SR)
|
Eρέθισμα του οποίου ο τερματισμός (ή ο περιορισμός) αυξάνει την πιθανότητα εκδήλωσης της μορφής δράσης που η εκδήλωσή της προηγήθηκε του τερματισμού (ή περιορισμού).
|
Αρνητική ενίσχυση
|
negative reinforcement
|
Διεργασία της συντελεστικής συμπεριφοράς στην οποία η πιθανότητα εκδήλωσης μιας μορφής δράσης αυξάνεται λόγω των επακόλουθων των εκδηλώσεών της, όπου τα επακόλουθα αποτελούνται από τον τερματισμό προϋπαρχόντων ερεθισμάτων (EE- ) και συμβαίνουν είτε ως «πραγματικές» συνέπειες είτε ως κατά σύμπτωση επακόλουθα των εκδηλώσεων δράσης (δηλαδή Ε Ε- : Δ -—-ΕΕ-).Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης για την περιγραφή της διαδικασίας ρύθμισης των αρνητικά ενισχυτικών συνεπειών δράσεων.
|
Aρνητική τιμωρία
|
negative punishment
|
Διαδικασία της συντελεστικής συμπεριφοράς στην οποία μια δράση τερματίζει κάποιο θετικά ενισχυτικό ερέθισμα (ΕΕ+) που υπήρχε πριν από τη δράση (δηλαδή ΕΕ+: Δ -—-ΕΕ+). Συνώνυμα της αρνητικής τιμωρίας θεωρούνται η τιμωρία μέσω αφαίρεσης [punishment by omission] και η συνάρτηση αφαίρεσης [omission contingency] [ο όρος negative punishment αποδίδεται συχνά στα ελληνικά ως «έμμεση τιμωρία» για άγνωστους λόγους, μια και η αφαίρεση ενός ΕΕ+ δεν είναι εκ φύσεως ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο άμεση από την παραγωγή ενός ΕΕ-.Η αφαίρεση ενός ΕΕ+ μπορεί να συμβαίνει αμέσως μετά από την εκδήλωση της δράσης ή κατόπιν μεγαλύτερης καθυστέρησης, ακριβώς όπως συμβαίνει και με την παραγωγή ενός ΕΕ- στη θετική (λεγόμενη «άμεση») τιμωρία. Όπως συμβαίνει με τη συνάρτηση της θετικής τιμωρίας, έτσι και η συνάρτηση της αφαίρεσης μπορεί να ρυθμιστεί είτε από άλλα άτομα είτε από τα άψυχα στοιχεία του περιβάλλοντος (όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, όταν μια απότομη κίνηση κάνει να χυθεί μια απολαυστική κρύα μπίρα).Η αρνητική τιμωρία δεν συμβαίνει με κάποιο πιο πλάγιο ή έμμεσο τρόπο σε σχέση με τη θετική τιμωρία] (Βλ. επίσης τάιμ-άουτ).
|
Αρχή της σχετικότητας ενισχυτών (αρχή του Premack)
|
principle of reinforcer relativity ή Premack principle
|
Μια και οι δράσεις ενισχύονται από τα ερεθίσματα που παράγονται αυτόματα κατά την εκδήλωσή τους, η ευκαιρία παραγωγής των αυτόματων ενισχυτών μιας συχνά εκδηλωμένης μορφής δράσης μπορεί να ενισχύει (ως Ε ΕΕ και Ε0 για την παραγωγή αυτόματων ενισχυτών) την εκδήλωση άλλων μορφών δράσης οι οποίες έχουν μικρότερες πιθανότητες εκδήλωσης.
|
Αρχικός κρίκος
|
initial link
|
Το αρχικό πρόγραμμα ενίσχυσης (με το διακριτικό ερέθισμα το οποίο το συνοδεύει) σε ένα σύνθετο πρόγραμμα ενίσχυσης με μορφή αλυσίδας.
|
Ασυμβίβαστες συμπεριφορές
|
incompatible behaviors
|
Δύο ή περισσότερες συντελεστικές ή προκαλούμενες συμπεριφορές οι οποίες δεν μπορούν να λαμβάνουν χώρα ταυτόχρονα, ώστε μια αύξηση στη συχνότητα εκδήλωσης (δράσης) ή στη συχνότητα πρόκλησης (αντίδρασης) της μιας συμπεριφοράς αναγκαστικά να μειώνει τη συχνότητα εκδήλωσης ή πρόκλησης της άλλης. Γενικώς, δύο συμπεριφορές του ίδιου είδους θα είναι περισσότερο ασυμβίβαστες από ό,τι δύο συμπεριφορές διαφορετικών ειδών,δηλαδή οι δράσεις και οι αντιδράσεις είναι λιγότερο ασυμβίβαστες μεταξύ τους από ό,τι είναι οι δράσεις μεταξύ τους ή οι αντιδράσεις μεταξύ τους.
|
Ασυνεχής (ή μερική) ενίσχυση
|
intermittent (ή partial) reinforcement
|
Γενικός όρος για οποιοδήποτε πρόγραμμα ενίσχυσης στο οποίο μερικές εκδηλώσεις της μορφής δράσης μιας συντελεστικής τάξης ενισχύονται, ενώ άλλες εκδηλώσεις δράσεων δεν ενισχύονται (παρότι η μορφή τους ικανοποιεί το κριτήριο ενίσχυσης).
|
Αυθόρμητη ανάκτηση δράσεων
|
spontaneous recovery of operant behavior
|
Φαινόμενο της συντελεστικής συμπεριφοράς.Σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον η πιθανότητα εκδήλωσης μιας πρόσφατα ενισχυμένης μορφής δράσης μηδενίζεται λόγω εξάλειψης της ενίσχυσης. Eάν το άτομο παραμείνει σε αυτό το περιβάλλον, η πιθανότητα εκδήλωσης αυτής της δράσης μάλλον θα είναι μηδενική ή πολύ μικρή, αλλά εάν απομακρυνθεί από αυτό το περιβάλλον για κάποιο χρονικό διάστημα, με την επιστροφή του εκεί μπορεί να υπάρξει μια προσωρινή αύξηση στην πιθανότητα εκδήλωσης της ίδιας μορφής δράσης, παρά την πρόσφατη εξάλειψη της ενίσχυσής της (πρβλ. με αναβίωση δράσεων, στην οποία η εξάλειψη της ενίσχυσης μιας μορφής αυξάνει την πιθανότητα εκδήλωσης κάποιας άλλης μορφής η οποία ενισχυόταν στο παρελθόν).
|
Αυθόρμητη ανάκτηση εξαρτημένου αντανακλαστικού
|
spontaneous recovery of respondent behavior
|
Φαινόμενο της προκαλούμενης συμπεριφοράς στο οποίο κάποιο ΕΕΠ έχει γίνει ξανά ουδέτερο λόγω διαχωρισμού του από το ΕΑΠ, αλλά στη συνέχεια δεν παρουσιάζεται καθόλου για κάποιο χρονικό διάστημα, και όταν τελικά επανεμφανιστεί, προκαλεί ξανά την πρώην ΑΕ του, παρά την προηγούμενη απόσβεση του.
|
Αυτογνωσία
|
self knowledge ή self awareness
|
Σύμφωνα με πολλούς κλινικούς ψυχολόγους αλλά και την κοινή γνώμη, πρόκειται για έναν υποθετικά καθοριστικό παράγοντα της συμπεριφοράς. Από την άποψη του συμπεριφορισμού, πρόκειται για τη συντελεστική διάκριση ερεθισμάτων που προκύπτουν από τη συμπεριφορά του παρατηρητή τους, καθώς και της λειτουργικής ή αιτιώδους σχέσης αυτών των συμπεριφορών με τα γεγονότα της ζωής του.
|
Αυτοκλιτική διάκριση
|
autoclitic
|
Λεκτική διάκριση όπου το ED είναι κάποια ιδιότητα άλλης λεκτικής συμπεριφοράς του ατόμουή οι συνθήκες που την καθορίζουν. Για παράδειγμα, η λεκτική δράση «Δεν είμαι σίγουρος αλλά...» είναι μια διάκριση της αδύναμης ισχύος της λεκτικής συμπεριφοράς του ατόμου που κάνει τη δήλωση.
|
Αυτόματος ενισχυτής ή αυτόματο εξαρτημένο ερέθισμα
|
Αutomatic reinforcer
|
Οι σωματοαισθητικές και άλλες συνέπειες δράσεων που λειτουργούν ως ενισχυτικά ερεθίσματα, οι οποίες παράγονται άμεσα ή αυτόματα κατά την εκδήλωση των ίδιων δράσεων. Μπορεί να είναι είτε ανεξάρτητα είτε εξαρτημένα ενισχυτικές,και είτε θετικά είτε αρνητικά ενισχυτικές.
|
Αυτοπαρεμβατική συμπεριφορά
|
mediating behavior
|
Γενικός όρος για δράσεις οι οποίες επιφέρουν διακριτικά ερεθίσματα που προξενούν (ως ED ) ή που αναστέλλουν (ως ΕΔ) την επακόλουθη συμπεριφορά του ίδιου ατόμου. Οι προδρομικές δράσεις, οι δράσεις που παράγουν αναπληρωματικά καθοδηγητικά διακριτικά ερεθίσματα, η διατύπωση κανόνων και οι δράσεις μιας συντελεστικής αλυσίδας αποτελούν όλες παραδείγματα της αυτοπαρεμβατικής συμπεριφοράς.
|
Αυτοτραυματική συμπεριφορά
|
self-injurious behavior
|
Οποιαδήποτε συντελεστική συμπεριφορά που πληγώνει τους ιστούς του ίδιου του δράστη της.
|
Βαθμιαία εμφάνιση (ΕD και ΕΔ)
|
fading in (SD and SΔ)ή transfer of stimulus control].
|
Στην εκπαίδευση στη συντελεστική διάκριση «χωρίς λάθη», η προοδευτική επέκταση ή ενδυνάμωση των διαστάσεων των καινούργιων διακριτικών ερεθισμάτων ED και EΔ τα οποία παρουσιάζονται σε συνδυασμό με τις διαστάσεις των υπαρχόντων διακριτικών ερεθισμάτων, ώστε η πιθανότητα εκδήλωσης δράσεων να ελέγχεται από τις πρώτες.
|
Βαθμιαία εξαφάνιση (ΕD και ΕΔ)
|
fading out (SD and SΔ)
|
Στην εκπαίδευση στη συντελεστική διάκριση «χωρίς λάθη», η προοδευτική εξαφάνιση των διαστάσεων των υπαρχόντων διακριτικών ερεθισμάτων ED και EΔ τα οποία παρουσιάστηκαν σε συνδυασμό με τις διαστάσεις των καινούργιων διακριτικών ερεθισμάτων, ώστε η πιθανότητα εκδήλωσης δράσεων να ελέγχεται από τις τελευταίες.
|
Βασική επίδοση ή βασικό επίπεδο
|
baseline performance ή baseline level ή baseline rate
|
Η σχετικά σταθερή συχνότητα εμφάνισης δράσεων πριν από κάποια περιβαλλοντική παρέμβαση, η επίδοση κριτηρίου για την αξιολόγηση της επίδρασης της ανεξάρτητης μεταβλητής.
|
Βασική φάση (φάση A)
|
baseline phase (phase A)
|
Στην εκτεταμένη ατομική ανάλυση της συμπεριφοράς, η πειραματική συνθήκη (πριν από τη βασική φάση Β) στην οποία απλώς μετράται το επίπεδο της εξαρτημένης μεταβλητής. Η βασική φάση συνεχίζεται μέχρι η συχνότητα εμφάνισης δράσεων να είναι σχετικά σταθερή (η βασική επίδοση) ώστε να παρέχει μια βάση σύγκρισης για την επίδραση της ανεξάρτητης μεταβλητής.
|
Γενικευμένη αντιγραφή ή ζωγραφική
|
generalized copying or drawing
|
Ενδελεχές διακριτικό ρεπερτόριο στο οποίο οι δράσεις ενισχύονται εξαρτημένα από την αντιστοιχία που παράγουν μεταξύ των διαστάσεων μιας αντιγραφής και ενός πρωτότυπου σχεδίου ή αντικειμένου,όπου η σχέση των ερεθισμάτων αλλάζει συνεχώς ως αποτέλεσμα των δράσεων και προξενεί αντίστοιχα λεπτές αλλαγές στη μορφή της επόμενης δράσης, ώστε η ενισχυτική αντιστοιχία αντιγράφου-προτύπου να διατηρείται, παρότι το συγκεκριμένο άτομο δεν έχει ποτέ αντιγράψει το εν λόγω σχέδιο ή αντικείμενο.
|