Φάση χειρισμού (φάση B)
|
manipulation phase (phase B)
|
Στην εκτεταμένη ατομική ανάλυση της συμπεριφοράς, η πειραματική συνθήκη (μετά από τη βασική φάση Α) στην οποία γίνεται ο χειρισμός της ανεξάρτητης μεταβλητής. Η φάση χειρισμού Β συνεχίζεται μέχρι η συχνότητα εμφάνισης δράσεων σε αυτή την καινούργια συνθήκη να είναι σταθερή.
|
Φυγή
|
escape
|
Ο κατά συνέπεια δράσης τερματισμός ενός εξαρτημένα ή ανεξάρτητα αρνητικά ενισχυτικού ερεθίσματος (πρβλ. με αποφυγή).
|
Φυλογενετική συνάρτηση (ή συνάρτηση επιβίωσης)
|
phylogenic contingency ή contingency of survival
|
Όρος του B. F. Skinner για τη διαφοροποίηση των βιολογικών ειδών μέσα από τη φυσική επιλογή των γενετικών χαρακτηριστικών. Με αυτό τον όρο ο Skinner ήθελε να τονίσει την ομοιότητα της συγκεκριμένης διεργασίας με εκείνη της περιβαλλοντικής επιλογής των χαρακτηριστικών της συντελεστικής συμπεριφοράς στη ζωή ενός μεμονωμένου οργανισμού (βλ. οντογενετική συνάρτηση ή συνάρτηση ενίσχυσης) [ontogenic contingency ή contingency of reinforcement].
|
Φυσική (ή θετική ή νατουραλιστική) επιστήμη
|
natural science
|
Η συστηματική διερεύνηση των διαστάσεων και του καθορισμού των φυσικών γεγονότων μέσα από την επιστημονική παρατήρηση, την πειραματική ανάλυση και τη ν επιστημονική ερμηνεία, στην οποία ανήκει όχι μόνο η φυσική, αλλά και επιστήμες όπως η χημεία, η βιολογία και (κατά την άποψη του συμπεριφορισμού) η ψυχολογία.
|
Χειρισμός εντός υποκειμένων
|
within-subject manipulation
|
Πειραματικός χειρισμός όπου το κάθε υποκείμενο βιώνει δύο ή περισσότερα επίπεδα της ανεξάρτητης μεταβλητής. Στην ομαδική-στατιστική μέθοδο συγκρίνονται οι μέσοι όροι της εξαρτημένης μεταβλητής στις δύο (ή περισσότερες) πειραματικές συνθήκες. Στην εκτεταμένη ατομική μέθοδο ο χειρισμός πραγματοποιείται πάντοτε εντός των υποκειμένων, με τα επίπεδα συμπεριφοράς στις δύο (ή περισσότερες) συνθήκες (φάσεις) να συγκρίνονται σε κάθε υποκείμενο χωριστά.
|
Χειρισμός μεταξύ υποκειμένων
|
between-subject manipulation
|
Στην ομαδική-στατιστική μέθοδο, πειραματικός χειρισμός όπου το κάθε υποκείμενο βιώνει μόνο ένα επίπεδο της ανεξάρτητης μεταβλητής και κατόπιν συγκρίνονται οι μέσοι όροι της εξαρτημένης μεταβλητής στις δύο (ή περισσότερες) πειραματικές ομάδες.
|
Χρονική άθροιση αδύναμων προκλητικών ερεθισμάτων
|
temporal summation (respondent behavior)
|
Φαινόμενο της προκαλούμενης συμπεριφοράς στο οποίο η παρατεταμένη παρουσία ή η επανειλημμένη παρουσίαση ενός προκλητικού ερεθίσματος, το οποίο βρίσκεται από μόνο του κάτω από το κατώφλι έντασης, μπορεί να προκαλέσει μια αντίδραση
|
Χρονικά εκτεταμένη δράση
|
temporally-extended operant
|
Η λειτουργική ένωση μιας σειράς δράσεων οι οποίες κάποτε εκδηλώνονταν με τη μορφή μιας συντελεστικής αλυσίδας, με την εκδήλωση ολόκληρης της σειράς να προξενείται πλέον από ένα διακριτικό ερέθισμα ΕD χωρίς να λειτουργούν διακριτικά οι συνέπειες της κάθε επιμέρους δράσης.
|
Xρονολογική σχέση μεταξύ ΕΕΠ και ΕΑΠ
|
CS-UCS relation
|
Γενικός όρος για διάφορα είδη χρονολογικής τάξης αναφορικά με την παρουσία και την απουσία εξαρτημένα προκλητικών και ανεξάρτητα προκλητικών ερεθισμάτων. Θεωρείται βασικός καθοριστικός παράγοντας στη δημιουργία, τη διατήρηση και την αναστολή της δημιουργίας εξαρτημένων αντανακλαστικών.
|
Ψυχή
|
soul ή psyche
|
Από την άποψη του συμπεριφορισμού, ονομασία για το σύνολο των τάσεων του ατόμου να αντιλαμβάνεται, να σκέφτεται, να αισθάνεται και να ενεργεί με τρόπους που το χαρακτηρίζουν. Η συμπεριφορά αποδίδεται συχνά στην ψυχή όταν είναι δύσκολο να εξηγηθεί σε σχέση με τα φυσικά γεγονότα (π.χ. η συμπεριφορά ενός ατόμου που βοηθά ή βλάπτει τους άλλους, ενώ δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιο προφανές κέρδος για το ίδιο). Μια επιστημονική ερμηνεία τέτοιων συμπεριφορών θα εστιαζόταν στο ιστορικό ενίσχυσης παρόμοιων συμπεριφορών κατά το παρελθόν και στη θεμελίωση της εξαρτημένα ενισχυτικής δύναμης της θέασης της ευτυχίας ή της δυστυχίας των άλλων ανθρώπων.
|
Ψυχοκατακλυσμική θεραπεία
|
implosion therapy
|
βλ. θεραπεία παρατεταμένης έκθεσης.
|
Ψυχολογία ερεθίσματος-αντίδρασης
|
stimulus- response psychology
|
Άποψη ότι η κάθε μονάδα συμπεριφοράς (συμπεριλαμβανομένων των δράσεων) προκαλείται μηχανιστικά από ένα αμέσως προηγούμενο ερέθισμα. Πρόκειται για στοιχείο του μεθοδολογικού συμπεριφορισμού του J. B. Watson και των προσεγγίσεων πολλών άλλων Αμερικανών ψυχολόγων (όπως οι E. L. Thorndike, E. R. Guthrie και C. L. Hull) κατά το πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα, το οποίο συχνά και λανθασμένα αποδίδεται στον B. F. Skinner και στο σύγχρονο θεμελιώδη συμπεριφορισμό (βλ. και νόμος του αποτελέσματος).
|
Ψυχοπαθολογία
|
psychopathology
|
Από την άποψη του συμπεριφορισμού, ονομασία για το σύνολο των τάσεων του ατόμου να αντιλαμβάνεται, να σκέφτεται, να αισθάνεται και να ενεργεί με τρόπους που περιορίζουν αντί να αυξάνουν την επαφή του με σημαντικά στοιχεία του κοινωνικού και γενικότερα του φυσικού κόσμου (π.χ. τα γεγονότα που συμβαίνουν σε στενές διαπροσωπικές σχέσεις, στην απόκτηση γνώσης, στις δημιουργικές δραστηριότητες, στην αποδοχή νέων εμπειριών κ.λπ.). Στη συμπεριφοριστική προσέγγιση, η ψυχοπαθολογία δεν θεωρείται αιτία της ύπαρξης αυτών των προβληματικών συμπεριφορών και της απουσίας ωφέλιμων συμπεριφορών. Ούτε γίνεται αντιληπτή ως απόκλιση από το κανονικό (ανωμαλία). Αντίθετα, θεωρείται το αναμενόμενο αποτέλεσμα της μακροπρόθεσμης αλληλεπίδρασης του ατόμου με τις συνθήκες της ζωής του, αποτελούμενη από διεργασίες συμπεριφοράς που υπό άλλες συνθήκες μπορεί να είναι προσαρμοστικές.
|